Κάθε τραγούδι έχει τη δική του μικρή ιστορία. Το «Της Νύχτας τα Ηχεία», π.χ., ήταν ένα από τα τραγούδια που κράταγε στο συρτάρι του ο στιχουργός των παλιών λαϊκών επιτυχιών Γιώργος Βρούβας. Λίγους μήνες πριν πεθάνει, αν και ήταν ήδη πολύ άρρωστος, συναντήθηκε με τον Λάκη Παπαδόπουλο, του έδωσε στίχους του και του ζήτησε να ακούσει μερικούς ακόμα. Αλλά, «αυτούς θα σ'τους απαγγείλω», του είπε...
Η συγκινησιακή φόρτιση εκείνης της στιγμής έγινε μουσική. «Προσπάθησα να βάλω κάτι όσο πιο κοντά στο τράνταγμα που ένιωσα τότε», λέει τώρα ο Λάκης Παπαδόπουλος. Οταν ολοκλήρωσε, πάντως, το τραγούδι (που ο στιχουργός του πρόλαβε να ακούσει και να συγκινηθεί κι εκείνος με τη σειρά του), άρχισε να αναρωτιέται για την κατάλληλη φωνή. Γείτονας και οικογενειακός φίλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν ο συνεργάτης του στη μεγάλη κοινή τους επιτυχία. «Για να σ'εκδικηθώ», που είχε ηχογραφηθεί 18 χρόνια πριν. Θα δεχόταν να πει τώρα το «Της Νύχτας τα Ηχεία». Ο Μητροπάνος το είπε πρόθυμα και το τραγούδι έγινε η αιχμή του δόρατος του ομώνυμου διπλού cd του Λάκη Παπαδόπουλου, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τη Minos.
Χθες, έγινε και η επίσημη παρουσίασή του στο «Αγγέλων Βήμα», με τη συμμετοχή και των άλλων συντελεστών, που είναι πολλοί. Το cd είναι μια συλλογή ουσιαστικά με παλαιότερα τραγούδια του Λάκη σε δημιουργικές επανεκτελέσεις. Υπάρχει π.χ. ο «Κουρσάρος», σε μια «ακόμα πιο ροκ, χύμα "λαϊκή" εκτέλεση», η «Γυριστρούλα» από τους Onirama και μια τουρκική διασκευή για το «Παλιό μου Παλτό». Υπάρχουν και πολλά άλλα τραγούδια, τα οποία -όπως συχνά έχει συμβεί με τον Λάκη- πολλοί τα ξέρουν, αλλά πολύ λιγότεροι γνωρίζουν ότι είναι δικές του δημιουργίες. Ισως γιατί ο «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ», αν και τραγουδοποιός, έκανε κάτι που δεν συνηθίζουν οι συνάδελφοί του: μοίραζε τα τραγούδια του σε όσες φωνές θεωρούσε ότι θα τα πουν καλύτερα. Στην περίπτωση του Μητροπάνου, θα ήταν λίγο να πούμε ότι πέτυχε διάνα.
Είναι ροκ το λαϊκό;
Το αυθεντικό λαϊκό είναι ροκ και οι άνθρωποί τους εξίσου απέριττοι και απλοί. Το καλό λαϊκό (αυτό που υπηρετεί και η φωνή του Μητροπάνου) και το καλό ροκ -όχι αυτά που κυκλοφορούν σήμερα- είναι ιστορίες πονεμένων ανθρώπων. Ανετα μπορούν να συμπράξουν ο Βαμβακάρης με τον Τζόνι Λι Χούκερ.
«Όχι ό,τι κυκλοφορεί σήμερα», είπατε. Τι εννοείτε;
Εννοώ αυτό που είπα. Αφήστε καλύτερα. Γιατί, άμα πάρω κανένα φτυάρι, μπορεί να θάψω και κανένα δικό μου πόδι μέσα.
Όπως και να έχει, ο ροκ «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ» έγινε και ο Λάκης με τα λαϊκά γυρίσματα.
Χρησιμοποίησα λαϊκές φωνές, αλλά δεν μπορώ να πω ότι έχω γράψει λαϊκό - με εξαίρεση ελάχιστα ζεϊμπέκικα και χασάπικα, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν μπορώ να παίξω σε όλα τα ταμπλό. Στη σχέση μου με το λαϊκό, είμαι σαν κατάσκοπος από άλλο κράτος.
Δεν κάνετε συχνά εμφανίσεις.
Μου αρέσει περισσότερο το άγνωστο μαγαζί της επαρχίας, της περιφέρειας, με τους αγνούς ροκ θαμώνες του. Και, βέβαια, υπάρχουν μερικά στέκια, όπως το "Ροντέο", το "Κύτταρο" ή ο "Σταυρός του Νότου" που προσφέρονται για ροκ συναντήσεις.
Είστε από τους τραγουδοποιούς που δίνουν τα τραγούδια τους κυρίως σε άλλους.
Τραγουδάω τα πιο ροκ. Για τα άλλα, απ' την ώρα που τα γράφω, προβλέπω ή εντοπίζω για ποια φωνή κάνουν ή δεν κάνουν. Ξέρω ποιοι θα προσθέσουν κάτι. Ακόμα και ποιοι θα αφαιρέσουν. Γιατί έκανα και τέτοια, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν θα κολλήσει η συνταγή. Είχα όμως δώσει τον λόγο μου.
Ενώ, όμως, έχετε γράψει πολλά γνωστά τραγούδια, επειδή δεν τα είπατε εσείς, πολλοί έμαθαν αργότερα ή και ποτέ ότι είναι δικά σας...
Δήλωσα πρώτα ακροατής κι όχι μεγαλοσχήμων συνθέτης. Γιατί, όποιος δηλώσει τέτοιος, δεσμεύεται και καταστρέφει ο ίδιος τον εαυτό του. Αξία και πλάκα έχει το παιχνίδι, το πείραμα που έχει αδιευκρίνιστα αποτελέσματα. Αυτό είναι που με νοιάζει τελικά. Κατά τα άλλα, τις εξετάσεις μας τις δώσαμε.