Οι σιωπηλές Μαρίες της Ιστορίας μέσα από βιβλία

oi-siopiles-maries-tis-istorias-mesa-apo-vivlia

Θα μπορούσε να περάσει τη ζωή της ως κοσμική κυρία με πνευματικά ενδιαφέροντα και να ατενίζει στα 58 της την Ακρόπολη απ' το σαλόνι της μέσα σε μακάρια ευδαιμονία.

Όμως η Μαριάννα Κορομηλά, από την εφηβεία της κιόλας, διάλεξε άλλο μονοπάτι. Παραμονές της χούντας των συνταγματαρχών, η κόρη του αθηναίου δημοσιογράφου Λάμπρου Κορομηλά και βαφτισιμιά της Ελένης Βλάχου, βρόντηξε πίσω της την πόρτα του πατρικού της, έλυσε και τα δεσμά του ασφυκτικού σχολικού κορσέ, κι έβαλε πλώρη για το ταξίδι της βιοπάλης, ένα ταξίδι που αποδείχτηκε μακρύ, γόνιμο και συναρπαστικό.

Από τις πρώτες ελληνίδες ξεναγούς, με σπουδές ιστορίας και φιλοσοφίας στο Παρίσι, η συγγραφέας της πολύτιμης μελέτης «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα» και ψυχή του πολιτιστικού σωματείου «Πανόραμα», τέσσερις δεκαετίες τώρα, με τα βιβλία, τις οργανωμένες εξορμήσεις και τις ραδιοφωνικές της εκπομπές, μοιράζεται τις γνώσεις και τις εμπειρίες που απέκτησε περιπλανώμενη στους τόπους όπου άνθησε επί αιώνες ο ελληνισμός.

Κι εξακολουθεί ν' αναζητεί τους φυσικούς της συμμάχους που, όπως και η ίδια, αγωνίζονται «να περισώσουν τη γλώσσα, το μυαλό και την αισθητική τους, απέναντι στην αυθάδεια, την γκλαμουριά, τη χυδαιότητα και τον λαϊκισμό».

Στα χνάρια της


Από το καλοκαίρι του 2006, ωστόσο, ώς το φθινόπωρο του 2007, η Μαριάννα Κορομηλά ήταν αφοσιωμένη στη συγγραφή μιας ιδιότυπης αυτοβιογραφίας που θα εγκαινίαζε την επιμελημένη από τον Μισέλ Φάις σειρά «Η κουζίνα του ιστορικού» (εκδ. Πατάκη). Μια παραγγελία που λειτούργησε σαν μάννα εξ ουρανού, καθώς της έδωσε την ευκαιρία ν' αφηγηθεί τα πεπραγμένα της αντιπαραβάλλοντάς τα με μια ιστορία που μια ζωή της στοίχειωνε το μυαλό, αλλά δεν είχε καταφέρει να ξεδιπλώσει ως τώρα: την ιστορία της «Μαρίας των Μογγόλων».

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, στα μέσα του 13ου αιώνα, υπήρξε ένα άγουρο κορίτσι, νόθα κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, που θυσιάστηκε αγόγγυστα στον βωμό της εξωτερικής πολιτικής του καταρρέοντος Βυζαντίου. Η γεννημένη στη Νίκαια της Μικράς Ασίας Μαρία Παλαιολογίνα, που στα οχτώ της αντίκρισε την Βασιλεύουσα «σαν ιερό κουφάρι βεβηλωμένο, ύστερα από μισόν αιώνα και κάτι στα χέρια των Φράγκων και των Ενετών», κλήθηκε στα 13 της, χωρίς φυσικά να τη ρωτήσει κανένας, να ξεριζωθεί απ' τα μέρη της και να παντρευτεί τον ένδοξο ηγεμόνα των τρομερών Μογγόλων και εγγονό του Τσένγκις Χαν, Χουλαγκού!

Η Κορομηλά είδε πρώτη φορά τη βυζαντινή πριγκιποπούλα το Πάσχα του '81, στα ψηλώματα του λόφου πάνω από το Φανάρι, στον μοναδικό βυζαντινό ναό της Πόλης που συνέχισε να λειτουργεί μετά την Αλωση, στο Μουχλιό. Σ' αυτό το μικρό εκκλησιαστικό συγκρότημα που έδωσε όνομα και στη ρωμαίικη γειτονιά που αναπτύχθηκε γύρω του -στο Μουχλιό «συνάντησε» κι ο Εγγονόπουλος τον Μπολιβάρ- κι όπου ακόμα και σήμερα μπορεί ν' ανάψει κανείς ένα κεράκι, υπάρχει ένα εντοιχισμένο ανάγλυφο με τη μορφή της πριγκίπισσας φωτοστεφανωμένη, να ικετεύει γονατισμένη στα πόδια του Χριστού.

Άφωνη από συγκίνηση, η Κορομηλά κοίταζε με τις ώρες αυτό το σπάνιο γυναικείο πορτρέτο της αγιογραφικής τέχνης, σαν να είχε εντοπίσει μια αδελφή ψυχή. Δεν αγνοούσε την ύπαρξη της Μαρίας, ό,τι αναφορές υπήρχαν γι' αυτήν τις είχε ξεκοκαλίσει. Αλλιώς, όμως, προσεγγίζεις ένα ιστορικό πρόσωπο μέσα από τις τυπωμένες σελίδες κι αλλιώς όταν ακολουθείς τις διαδρομές του βίου του, περπατώντας στους ίδιους μ' εκείνο τόπους, κι έχοντας ταυτόχρονα συνείδηση του πώς λειτουργούσε ο κόσμος και τι ακριβώς διακυβευόταν στη δική του εποχή.

Στο πρόσωπο της Μαρίας που γι' άλλον Μογγόλο προοριζόταν κι άλλον παντρεύτηκε τελικά, που πέρασε τα νιάτα της στα βάθη της ασιατικής στέπας και τα γεράματά της ως μοναχή στο Μουχλιό, η Κορομηλά ήταν σε θέση ν' αντικρίσει όλες εκείνες τις Μαρίες που για χάρη διπλωματικών συνθηκών και πολεμικών ανακωχών «δωρίστηκαν» σ' εχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φυλάρχους ή αναλφάβητους βασιλείς, κι επιφορτίστηκαν όχι μόνο να συσφίξουν πολιτικές σχέσεις, αλλά να διαδώσουν τον χριστιανισμό στην ορθόδοξη μορφή του, να διδάξουν γραφή κι ανάγνωση σε μελλοντικούς ηγέτες, να μεταδώσουν τον κωνσταντινουπολίτικο τρόπο ζωής. Κι όλες τους πέρασαν ως υποσημειώσεις στα βιβλία της ιστορίας, χωρίς η προσφορά τους να εκτιμηθεί ποτέ.

«Στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας που είναι ουσιαστικά η Ιστορία, η γυναίκα παραμένει ένα κυρίαρχο μεν στοιχείο αλλά απόλυτα σιωπηλό», παρατηρεί η Κορομηλά. «Οι μισές αρχαίες τραγωδίες είναι γραμμένες για γυναίκες, αλλά τα ιστορικά βιβλία τις αγνοούν». Να 'ταν μόνο αυτό που αγνοούν... «Οποτε ανανεώνονται τα σχολικά εγχειρίδια, τ' αποδελτιώνω συστηματικά για να βλέπω από τα μέσα την βιομηχανία της ιδεολογίας, και κάθε φορά στενοχωριέμαι πολύ», ομολογεί.

«Όλο και αθλιότερα, κολλημένα πάντα στα ονόματα και τις ημερομηνίες, ενισχύουν στα παιδιά την εντύπωση πως το σχολείο είναι άχρηστο και εχθρικό. Πώς όμως να καταλάβει κανείς τη σημασία του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, όταν ως μαθητής δεν έχει καν αντιληφθεί την πορεία της Αργοναυτικής εκστρατείας;»

Όπως η αρχαιολογία, έτσι και η επιστήμη της ιστορίας έτυχε, όπως τονίζει, «της χειρότερης εκμετάλλευσης κατά καιρούς για την εξυπηρέτηση ιδεολογημάτων, με αποτέλεσμα να περνάμε κατ' ευθείαν από τον Περικλή στον Κολοκοτρώνη, νιώθοντας για το Βυζάντιο μίσος και απέχθεια. Επιπλέον, διαβάζουμε ακόμα την Ιστορία μέσα από την προσέγγιση των φιλολόγων, αγνοώντας τον πιο σταθερό της παράγοντα, τη γεωγραφία. Πώς είναι δυνατόν να διδάξεις τον ελληνικό πολιτισμό -τον πολιτισμό της θάλασσας δηλαδή- όταν δεν έχεις καμιά αίσθηση των αποστάσεων;».

Τίποτα δεν είναι δεδομένο


Στη «Μαρία των Μογγόλων», η Κορομηλά δένει δεξιοτεχνικά την πορεία της ηρωίδας της με τη δική της καθώς αντιλαμβανόταν βήμα προς βήμα τους μηχανισμούς και τους άξονες που διαπερνούν την Ιστορία, συμμερίζεται την άποψη της Αγγελικής Λαΐου ότι οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου δεν ήταν παρά ο προάγγελος του νέου ελληνισμού, ρίχνει φως στο σκοτεινό για μας μογγολικό σύμπαν, επιτίθεται στη «μάστιγα» της τουριστικής βιομηχανίας, και τιμά όλους εκείνους που της άνοιξαν δρόμους - επιστήμονες, καλλιτέχνες, φίλους προσωπικούς.

Ευελπιστώντας πως και αυτό το βιβλίο της θα συναντηθεί με το «ευρύ, καλλιεργημένο κοινό» στο οποίο ανέκαθεν απευθυνόταν, τους μήνες που έρχονται θ' ασχοληθεί με το επόμενό σχέδιό της, τη δημιουργία ενός δικτυακού τόπου μ' αρχειοθετημένη όλη την κληρονομιά του «Πανοράματος».

Κι αν υπάρχει κάτι που την ανησυχεί πραγματικά, είναι ο επανασχεδιασμός του χάρτη του κόσμου ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή και η ρευστότητα που επικρατεί στα Βαλκάνια, ενώ διευθετούνται οι εκκρεμότητες από την λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. «Τίποτε δεν είναι δεδομένο», λέει. «Νέες χώρες δημιουργούνται, ήδη εκείνες που συγκροτούσαν την πρώην Γιουγκοσλαβία έχουν πολλαπλασιαστεί, οι ζώνες επιρροής προσδιορίζονται ξανά. Ευτυχώς που η Ρωσία μπήκε και πάλι στο παιχνίδι...».