Πάντα επίκαιρο το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη

panta-epikairos-o-emmanouil-roidis

Άλλαξε όνομα και ρούχα. Η Ιωάννα έγινε Ιωάννης και κατέκτησε τον παπικό θρόνο. Η πρωτοφανής απάτη αποκαλύφθηκε με τον πιο σκανδαλώδη τρόπο: Ο Πάπας Ιωάννης, καταμεσής μιας λιτανείας, γεννά και πεθαίνει μαζί με το πρόωρο παιδί του...

Ήταν το έργο που καθιέρωσε τον Εμμανουήλ Ροΐδη στα ελληνικά γράμματα κι αυτό που επέφερε τον αφορισμό του, αφού το αιρετικό θέμα προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου. Η πολύκροτη «Πάπισσα Ιωάννα» παίζεται τώρα στο θέατρο «Απόλλων» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε διασκευή και σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, με τη Μαρία Κατσιαδάκη στον ομώνυμο ρόλο.

Η υπόθεση τοποθετείται στον 9ο αιώνα. Ενα ορφανό, ευφυές αγοροκόριτσο περιπλανάται στο μεσαιωνικό σκοταδισμό. Η υποκρισία και ο φαρισαϊσμός την σπρώχνουν να ντυθεί το αντρικό ράσο, να γίνει ο αδελφός Ιωάννης. Θα ταξιδέψει από τη Γερμανία στην Αθήνα και μετά στη Ρώμη. Θα καταφέρει να σκαρφαλώσει στην κλίμακα της Ιεραρχίας και να κυριαρχήσει στον κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο της εκκλησιαστικής δομής. Η ανακήρυξή της σε πάπα θα συντρίψει και την τελευταία ηθική αναστολή της. Ομως εκεί, στην κορυφή της δόξας, θα ξυπνήσει η κρυμμένη γυναίκα. Η αναπάντεχη εγκυμοσύνη της θα σημάνει την αρχή του τέλους της.

«Εκείνες τις εποχές δύο μόνο δυνατότητες επιβίωσης υπήρχαν: ο στρατώνας και το μοναστήρι» λέει ο Σ. Χατζάκης. «Η Ιωάννα επέλεξε το δεύτερο, μιας και ο πατέρας της ήταν λαϊκός κληρικός. Η δολοπλοκία, ακόμα και το έγκλημα θα γίνουν τα μέσα της ανέλιξής της στον παπικό θρόνο. Ομως, χαμένη στη φιλοδοξία, δεν λογαριάζει την επιταγή του φύλου της».

Οι ηθοποιοί (Αρης Τρουπάκης, Χρήστος Μαλάκης, Μαριάνθη Φωτάκη, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Αλέξανδρος Τσακίρης, Μαρία Πανουργιά) μεταμορφώνονται γρήγορα στη σκηνή -καθένας υποδύεται πάνω από δέκα ρόλους. Το καλογερικό ράσο αποτελεί το βασικό κοστούμι (Γιάννης Μετζικώφ) με πρόσθετα στοιχεία, όπου κάθε φορά εμφανίζουν στη σκηνή αγγέλους, δαίμονες, Μαγδαληνές, εμπόρους.

Το σκηνικό της Ερσης Δρίνη είναι λιτό: ένα μεγάλο βάθρο στη μέση της σκηνής και εκατέρωθεν οι μινιατούρες δύο γοτθικών ναών.

Η δυσκολία στη διαδικασία της διασκευής αφορούσε την έλλειψη διαλόγων που έπρεπε να οργανωθούν με συρραφή λέξων και φράσεων από διαφορετικά σημεία του έργου, παραμένοντας πιστοί στο ύφος του. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σ. Χατζάκης ανεβάζει στη σκηνή λογοτεχνικό κείμενο. Προηγήθηκαν η «Φόνισσα», η «Νύχτα του τράγου», «Του νεκρού αδελφού». «Φυσικά κρατήσαμε την καθαρεύουσα.

Όλο το έργο του Ροΐδη συνιστά μια φλεγματική κομέντια με έντονο το ειρωνικό στοιχείο. Στόχος ήταν να ξετυλιχτεί η ιστορία αρμονικά. Επιλέξαμε την οικονομία στις μεγάλες περιγραφές, ενώ κάποια στοιχεία που στο μυθιστόρημα θίγονται σε δύο φράσεις έγιναν σκηνικά γεγονότα, φαρσικά, ειρωνικά, γκροτέσκα, δραματικά».

Ο σκηνοθέτης έλαβε υπόψη του το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού: «Ηθελα να διαχειριστώ με λεπτότητα το ζήτημα της πίστης και συγχρόνως να μην προδώσω το πνεύμα του συγγραφέα. Η "Πάπισσα Ιωάννα" είναι κείμενο ρηξικέλευθο, τολμηρό και για τη σημερινή εποχή. Η εκμετάλλευση κάθε ιδέας, θρησκείας, επανάστασης από αδίστακτους καιροσκόπους και πολυμήχανους τυχοδιώκτες είναι η ιδρυτική πράξη ενός συστήματος εξουσίας που οδηγεί την ελπίδα της ανθρωπότητας σε θανάσιμους εναγκαλισμούς με τη βία και την υποταγή. Παρ' όλο που φιλοσοφικά ο Ροΐδης κινείται μεταξύ αθεϊσμού και αγνωστικισμού, στη συνείδησή του καίει σαν άσβεστο κεράκι η έγνοια για το πάσχον ον».