Roman Polanski: Καταζητούμενος και περιζήτητος

roman-polanski-katazitoumenos-kai-perizititos

Το ντοκιμαντέρ «Roman Polanski: Wanted and Desired» της Μαρίνα Ζίνοβιτς έκανε πρόσφατα πρεμιέρα χωρίς να προηγηθούν δημοσιογραφικές προβολές. Κι όμως απασχόλησε εξαρχής τα διεθνή μίντια.

Και αυτό γιατί, παραδόξως, δεν αποτελεί ετυμηγορία για το αν ο Πολάνσκι ήταν ένοχος για τον βιασμό της δεκατριάχρονης (το 1977) που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει για πάντα την Αμερική. Ούτε «ξεσκεπάζει» ιδιαιτερότητες του σκηνοθέτη, ούτε δείχνει πώς επέζησε του Ολοκαυτώματος ή πώς ξεπέρασε την επίθεση και δολοφονία της γυναίκας του Σάρον Τέιτ από τους ανθρώπους του Τσαρλς Μάνσον. Ολα αυτά θίγονται φευγαλέα στην αφήγηση μιας άχαρης ιστορίας.

Ο σαραντατριάχρονος τότε Πολάνσκι βίασε την ανήλικη Σαμάνθα Γκέιμερ, στο σπίτι του απόντα φίλου του Τζακ Νίκολσον, αφού πρώτα την είχε ποτίσει σαμπάνια με κουαλούντ. Συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από καταβολή εγγύησης 2.500 δολαρίων. Ομολόγησε το έγκλημά του και ο οικογενειακός δικηγόρος του κοριτσιού δήλωσε στον δικαστή πως οι Γκέιμερ δεν ήθελαν τη φυλάκισή του, αλλά την ομολογία του και τη θεραπεία του πάθους του. Το '78 όμως ο Πολάνσκι το έσκασε από τη χώρα.

Στην ταινία της η Ζίνοβιτς -μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, ένα πλήθος αρχειακού υλικού και γενναίες δόσεις ταινιών του Πολάνσκι- εξηγεί πως εκείνος είχε κάθε λόγο να... αρχίσει να τρέχει. Ακόμα και το ίδιο το θύμα του άλλωστε είχε γράψει το 2003 στους «Τάιμς» του Λος Αντζελες ένα σχόλιο, με το οποίο τασσόταν υπέρ της βράβευσης με Οσκαρ του σκηνοθέτη και του έργου του «Ο πιανίστας» κι αναρωτιόταν «ποιος δεν θα σκεφτόταν να το σκάσει αντιμετωπίζοντας μια ποινή πενηντάχρονης φυλάκισης από έναν δικαστή που ξεκάθαρα ενδιαφερόταν περισσότερο για τη φήμη του από ό,τι για τη δίκαια κρίση και τη μοίρα του θύματος;».

Οι συνεντεύξεις με τον Ντάγκλας Ντάλτον, δικηγόρο του Πολάνσκι και τον Ρότζερ Γκάνσον, βοηθό περιφερειακού εισαγγελέα και δημόσιο κατήγορο, συμφωνούν. Οι δύο πρώην αντίπαλοι κατηγορούν για τη φυγή του Πολάνσκι τον δικαστή Λόρενς Ρίτενμπαντ. Εκείνος, βοηθούμενος και υποκινούμενος από μια χιονοστιβάδα οπτικού υλικού των μίντια της κλειδαρότρυπας, μετέτρεψε την υπόθεση σε σόου, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο κεντρικού ήρωα. Εκανε έτσι ακόμα και τη Σαμάνθα Γκέιμερ να δηλώσει πως λόγω του Ρίτενμπαντ «μερικές φορές νιώθω πως και εγώ κι ο Πολάνσκι καταδικαστήκαμε ισόβια».

Ο τίτλος της ταινίας πάντως προέρχεται από μια ατάκα φίλου του Πολάνσκι που είχε παρατηρήσει πως καταζητείται στην Αμερική την ίδια ώρα που στην Ευρώπη είναι περιζήτητος. Αγορασμένο από την ΗΒΟ το Γενάρη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς, το ντοκιμαντέρ μοιάζει να έκλεισε 1-2 εβδομάδες στις αίθουσες μόνο και μόνο για να συμπεριληφθεί στις υπό επιλογή ταινίες, για υποψηφιότητα βράβευσης από την Ακαδημία των Οσκαρ. Σαν μια προσπάθεια «επανένταξης» του Πολάνσκι στην αμερικανική κινηματογραφική κοινωνία...