Στην πόλη των Εξαρχείων συναντάς περίεργες αντιφάσεις

stin-poli-ton-exarcheion-synantas-perierges-antifaseis

Τι πόλη και αυτή, στις αντιφάσεις της. Εκεί που γκρινιάζουμε για τα σπασμένα πεζοδρόμια και τα σκουπίδια, κάτι βλέπουμε, με κάποιον κουβεντιάζουμε και τα αρνητικά πάνε περίπατο. Κάπως έτσι, είδα τα πράγματα στο δικό μου περίπατο στα Εξάρχεια, με αφορμή το φεστιβάλ, τους καλλιτέχνες και τα έργα που δεν ήταν και τα καλύτερα, αλλά υπερασπίστηκαν το δικαίωμα στο αεράκι που, ευτυχώς, δεν έχει πάψει να μας φρεσκάρει με λίγο παραμυθίασμα.

Οι προοπτικές, εκ των πραγμάτων, άριστες, μιας και το Φεστιβάλ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα οργανώθηκε και αυτή τη φορά από το μη κυβερνητικό πολιτισμικό οργανισμό «Ανοιχτοί Ορίζοντες», ο οποίος δεν εντάσσεται στους ιδρυθέντες και χρηματοδοτούμενους από την κυρία Νατάσα Καραμανλή και τον κύριο Χρήστο Ζαχόπουλο. Το ζήτημα που ενδιαφέρει τον οργανισμό αυτό είναι ο διάλογος που συμβάλλει στην κοινωνική αποδοχή της διαφορετικότητας προς την κατεύθυνση μιας πλουραλιστικής, πολυφυλετικής κοινωνίας.

Η έκθεση, στα Εξάρχεια, ιδέα και υλοποίηση του Κώστα Θεωνά, επιχειρεί να προσεγγίσει ζητήματα σεξουαλικότητας, κοινωνικού φύλου και ταυτότητας, να κάνει διάλογο με τα καινούργια πρότυπα, τις τάσεις και τις δυνατότητες απεικόνισης της ετερότητας.

Στο σκεπτικό του επιμελητή διαβάζουμε για σεξιστικές συμπεριφορές, πράξεις καταπίεσης, σκηνές βίας και εκμετάλλευσης από τη μια και αλλαγή αντίληψης για τη σχέση με το άλλο φύλο, εξοικείωση με άλλα μοντέλα ζωής, πέραν των στερεότυπων, ανάπτυξη συναισθηματικής νοημοσύνης, δημιουργία ισότιμων σχέσεων, ερμηνεία συμπεριφορών και πράξεων μέσα από το πρίσμα των ίδιων των φύλων και όχι των κατασκευασμένων ταυτοτήτων της κοινωνίας.

Μια έκθεση, λοιπόν, οριοθετημένη στα σύγχρονα ζητήματα του διαλόγου των ανθρώπων και υλοποιημένη, στο αισθητικό και πολιτικό μήνυμα που παρέχει η τέχνη του δρόμου, στη ζωντανή και αρκετά απενεχοποιημένη από παγιωμένους κώδικες, περιοχή των Εξαρχείων.

Αυτή είναι και η γοητεία της έκθεσης - διαδρομής με τον τίτλο WO[+] ΜΑΝ=?

Στους εξωτερικούς χώρους και τις βιτρίνες, μέσα στα καφέ και τα μπαρ, ανακατεμένο με την πραμάτεια ενός δισκοπωλείου που ειδικεύεται στους παλιούς καλούς δίσκους των 33 στροφών, σε ένα χώρο που ειδικεύεται σε Heavy Metal, στο φαρμακείο, στα ψιλικά, ανάμεσα σε διαφημίσεις και αφίσες, η τέχνη συμμετέχει στο σκηνικό της πόλης και το σουρεαλισμό της πραγματικότητάς του, βάζοντάς μας να περπατήσουμε, να ανακαλύψουμε, να ξαναδούμε πόσο ωραία και ιδιαίτερη είναι αυτή η γειτονιά, για όσους βέβαια δεν έχουν την αισθητική και τη νοοτροπία της ζωής στα προάστια.

Για τον ψαγμένο πολίτη, νομίζω ότι το ενδιαφέρον είναι ακριβώς αυτή η βόλτα και το μπες - βγες στα μαγαζιά, η γοητεία να ανακαλύψεις στον τοίχο ενός μπαρ το έργο κάποιου φίλου σου, να αναρωτηθείς ή και να τα πεις λίγο με τον μπάρμαν προσπαθώντας να μάθεις αν ένα έργο συμμετέχει ενεργά ή μόνο διακοσμητικά και βέβαια να μετρήσεις το μέγεθος της εσωτερικής απελευθέρωσης, καλλιτεχνών που ξέρεις μια ζωή, όπως ο Αγγελος Σκούρτης και η Αντιγόνη Καβαθά. Ο πρώτος άντεξε να βάλει φωτογραφίες με σκηνές τρυφερές αγοριών, η δεύτερη να βάλει πορτρέτα ανδρών πάνω από τη φωτογραφία ενός πέους. Ενα παράδειγμα δίνω για τη δυνατότητα μιας συνομιλίας αντισυμβατικής και των ίδιων των καλλιτεχνών.

Θα ήταν αδιανόητο να ασχοληθούμε το ποιος έκανε καλό και ποιος αδιάφορο έργο ή ποιος παίδεψε καλύτερα τα graffiti στους δρόμους σε μια υπόθεση συνόλου που λειτουργεί καλά, αν και νομίζω ότι έχουν γράψει πολύ καλά, άσχετα από ποιότητες, κάποια έργα μελετημένα στο χώρο τους, όπως της Ευαγγελίας Μπασδέκη σε ένα δισκοπωλείο, της Ελένης Θεοφυλάκτου σε ένα μαγαζί με οικολογικά προϊόντα, της Μάρως Μιχαλολιάκου σε ένα κατάστημα με διακοσμητικά, του Εοζέν Αγκοπιάν σε ένα καφενείο, οι αφίσετες της Ιωάννας Μύρκα στον τοίχο της Μεσολογγίου, του Σωκράτη Αργείτη στο σινέ Ριβιέρα, της Δέσποινας Μεϊμάρογλου σε ένα μπαρ.

Θα ήθελα ωστόσο να σταθώ στο χώρο «Κοσμοπολιτισμός» το Κέντρο Ενημέρωσης και προβολής ταινιών όπου παρακολούθησα video καλλιτεχνών και ταινίες ενταγμένα στο φεστιβάλ.

Έξυπνες, γρήγορες ιδέες από τον Γυπαράκη, τον Ντοκατζή, τον Χαραλαμπίδη, μια καλή 7λεπτη δουλειά της Κικής Πετράτου, όπου τρεις ομάδες ανθρώπων στην προσπάθεια να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της πραγματικότητάς τους, παλιμπαιδίζουν, ακυρώνοντας τα όρια μεταξύ αρσενικού, θηλυκού και έμφυλου σώματος και ένα 50λεπτό αριστούργημα από τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Είναι το ντοκιμαντέρ «Τσιπ και Οβι» που γυρίστηκε στην Κλουζ της Ρουμανίας μέσα σε δέκα μέρες, με μόνους βοηθούς τούς δύο ήρωες της ταινίας δίχως οικονομική και τεχνική βοήθεια. Ο Τσίπ και ο Οβι, που γεννήθηκαν ανάπηροι και μεγάλωσαν σε ένα ορφανοτροφείο, διηγούνται την ιστορία τους. Από τα λόγια τους περνούν η σκληρότητα των γονιών, το καθεστώς Τσαουσέσκο και η κατάρρευσή του, η ζωή στο άσυλο, ο έρωτάς τους και η σχέση τους με όλες τις εργασιακές δυσκολίες, την κοινωνική διάκριση (ο ένας δίχως χέρια, ο δεύτερος δίχως πόδια) αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις τής μεταξύ τους καθημερινότητας. Γρήγορο, νευρικό φιλμ, απολύτως σύγχρονο στους διαλόγους και τις εντάσεις του και βέβαια επικεντρωμένο στο ζήτημα που φωτίζει.