Ο κοφτός, ασθματικός, άναρχος λόγος του Μάριου Χάκκα (1931-1972) δεν παύει να είναι επίκαιρος, ιδιαίτερα σε χρόνια όπου περισσεύουν τα ογκώδη μελοδραματικά μυθιστορήματα. Ο αντιρρησίας κάθε θεσμού και κάθε εξουσίας, ο αντικομματικός της επίσημης γραμμής του κόμματος, ο ενοχικός μέχρι πόνου, ο βωμολόχος από εναντίωση στον μικροαστισμό, επανέρχεται στο προσκήνιο με την επανέκδοση των «Απάντων» του («Κέδρος»). Θα τυπωθούν σε μονοτονικό σύστημα, ενώ ο πίνακας του εξώφυλλου ανήκει στο ζωγράφο Τάκη Σιδέρη.
Η πεζογραφία, η ποίηση και το θέατρο που φτιάχνει με τα υλικά της αυτοσάτιρας και του αυτοσαρκασμού, δεν είναι απλώς κομμάτια της αυτοβιογραφίας του, είναι κομμάτια από τις σάρκες του. Ετσι, αυτή η έκδοση επαναφέρει προς συζήτηση το σύνολο του έργου ενός συγγραφέα που πέθανε νέος, μόλις στα σαράντα ένα του χρόνια. Που κατά παράδοξο τρόπο, αντί η ασθένειά του, ο καρκίνος που εμφανίστηκε το 1969, να τον αποδιοργανώσει, επίσπευσε ως «υδρογονοβόμβα» τη συγγραφική ιδιαιτερότητά του: πέρασε από το ρεαλισμό του τρίτου στη λυρική πρόζα του πρώτου προσώπου, φτάνοντας μέχρι τη διασάλευση του νοήματος: η μεταθανάτια συλλογή διηγημάτων του «Το κοινόβιο» (1972), δυο - τρεις μέρες μετά το θάνατό του, είναι η αποθέωση του παράλογου και του παραλογισμού, του φόβου και των φοβιών του.
Είχαν προηγηθεί η ποιητική συλλογή «Ομορφο καλοκαίρι» (1965), οι δύο συλλογές διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966) και «Ο μπιντές» (1970), καθώς και τρία μονόπρακτα, υπό τον γενικό τίτλο «Ενοχή» (1971). «Ο Χάκκας πάντα διακατεχόταν από αίσθηση αντίδρασης. Ακόμη και στα κομματικά πλαίσια ήταν ένας αντίλογος» λέει ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος συμπτωματικά αυτό τον καιρό ετοιμάζει ένα πορτρέτο του Μάριου Χάκκα για τη σειρά «Βίοι αγίων» των εκδόσεων «Ηλέκτρα».
Το μεγάλο σχολείο, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι για τον Χάκκα η Καισαριανή της προσφυγιάς, όπου εγκαταστάθηκε σε ηλικία τεσσάρων ετών με την οικογένειά του. Μια γειτονιά, ένας τόπος ωστόσο λογοτεχνικός γι' αυτόν, μεταξύ μύθου και Ιστορίας: «...γιατί δεν γλυτώνεις εύκολα από τον κοινωνισμό όταν μάλιστα αρχίζεις τον κοινωνισμό από την Καισαριανή της Κατοχής και έχεις αυτή την τρομερή μανία εναντίον του δωσιλογισμού...» έγραφε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο συγγραφέας.
Εν τούτοις, «αυτή η στάση του», όπως επισημαίνει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «είναι περισσότερο συναισθηματική και λιγότερο θεωρητικά δομημένη. Απεχθάνεται το μικροαστισμό της αντιπαροχής και της βολεμένης καθημερινότητας». Ενώ αυτή η συμπεριφορά θα μπορούσε εύκολα να τον οδηγήσει στο περιθώριο, «δεν επιλέγει αυτό, γιατί έχει καταπληκτική σχέση με τους φίλους του, όπως με τον ποιητή Θωμά Γκόρπα» εξηγεί ο μελετητής του. Αλλά και κάτι ακόμη τον κράτησε στο κέντρο της ζωής: «Οι λαϊκοί άνθρωποι, οι οποίοι διατηρούν πηγαίο αυθορμητισμό. Έτσι αντιλαμβανόταν τη λαϊκότητα. Ως διαρκή ετοιμότητα. Ο όποιος κωλοπαιδισμός ανιχνεύεται στο έργο του είναι αγνός, γιατί είναι απόρροια πόνου κι όχι θράσους» συμπληρώνει ο συνομιλητής μας.