Λουίζ Μπουρζουά: Όλα για τον πατέρα μου

louise-bourgeois-ola-gia-ton-patera-mou

«Γεννήθηκα στις 25 Δεκεμβρίου του 1911 στο Παρίσι. Ολη μου η δουλειά των τελευταίων πενήντα χρόνων, όλα τα θέματά μου έλκουν την καταγωγή τους από την παιδική μου ηλικία. Τα παιδικά μου χρόνια δεν έχασαν ποτέ τη μαγεία τους, δεν έχασαν ποτέ το μυστήριό τους, δεν έχασαν ποτέ τη δραματικότητά τους», εξηγεί με αφοπλιστική απλότητα στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Μπερνάρ Μαρκαντέ και στη γαλλική τηλεόραση το 1993. Μεγαλωμένη σε οικογένεια ταπετσιέρηδων, η Μπουρζουά άρχισε από τα έντεκά της να σχεδιάζει τα κομμάτια που έλειπαν από τις παλιές ταπετσαρίες, στο ατελιέ που διατηρούσαν οι γονείς της στο Σουαζί-Λε-Ρουά. Ωστόσο τα χρόνια αυτά κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν αφού ο πατέρας της δεν είχε μόνο αδυναμία στα αγάλματα, αλλά και στις νεαρές γυναίκες, τις οποίες επιπλέον έφερνε στο σπίτι.

Δεν ανήκει σε καμία «οικογένεια»


Η «προδοσία» του πατέρα που τραυμάτισε βαθιά την οικογένεια, θα στοιχειώσει το έργο της Μπουρζουά, που αποφασίζει στα 27 της να παντρευτεί τον αμερικανό ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Γκόλντγουοτερ και να τον ακολουθήσει στη Νέα Υόρκη. Τα πρώτα της γλυπτά τα φτιάχνει στην ταράτσα του σπιτιού της στη δεκαετία του 1950. Είναι από ξύλο και συμβολίζουν τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησε πίσω της στη Γαλλία. «Αντιπροσώπευαν όλους εκείνους που δεν θα ήθελα να παραδεχτώ ότι μου λείπουν, αλλά που μου έλειπαν τρομερά», εξηγεί στη συνέντευξη. Αφηρημένες συνήθως οι φιγούρες-τοτέμ της με τα σουρεαλιστικά ονόματα όπως «Εκείνος που ακούει» ή «Φιγούρα με φτερά», συγκεντρώνονται τώρα στη δεύτερη και την τρίτη αίθουσα του Πομπιντού. Κάποτε θυμίζουν τα γλυπτά του Μπρανκούζι, για ορισμένους προαναγγέλουν τον μινιμαλισμό, η ιδιαιτερότητα ωστόσο της Μπουρζουά οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι δημιούργησε στο περιθώριο των κινημάτων χωρίς να ενταχθεί ποτέ σε καμία «οικογένεια».

Τα γλυπτά που φτιάχνει στη δεκαετία του 1960, όταν εγκαταλείπει το ξύλο για να δουλέψει με πιο εύπλαστα υλικά, όπως ο γύψος και το λάτεξ, βεβαιώνουν τον ιδιότυπο χαρακτήρα του έργου της που μιλά για μύθους πανάρχαιους μέσα από μια αυστηρά αυτοβιογραφική θέαση του κόσμου. Σπίτια-φωλιές, σπείρες αλλά και κομμάτια του ανθρώπινου σώματος, όπως τα στήθη, η καρδιά, ο θώρακας και, κυρίως, ο φαλλός συγκεντρώνουν τώρα το ενδιαφέρον της. Το έργο της με τίτλο «Κοριτσάκι» από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 που κρέμεται σαν ένα κομμάτι κρέας από ένα τσιγκέλι (ανήκει στη συλλογή του Δημήτρη Δασκαλόπουλου) είναι χαρακτηριστικό των εμμονών που βασανίζουν την περίοδο εκείνη την Μπουρζουά: φαλλός και γυναικείο στήθος ταυτόχρονα, το γλυπτό αποτελεί άμεση αναφορά στη σχέση αρσενικού-θηλυκού, στον ευάλωτο χαρακτήρα του ανδρισμού αλλά και του θηλασμού.

«Τα πράγματα έχουν ενδιαφέρον όταν είναι γκρίζα και όχι άσπρα ή μαύρα», λέει στη συνέντευξη, σχολιάζοντας το διφορούμενο των γλυπτών της. Δεν είναι τυχαίο ότι στα 1974, ένα χρόνο μετά τον ξαφνικό χαμό του άντρα της, επιστρέφει στο ίδιο μοτίβο προσπαθώντας να ξορκίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος: «φαλλικά» στήθη βουτηγμένα σε ένα κόκκινο φως συνωστίζονται απειλητικά στη μνημειακών διαστάσεων εγκατάσταση «Ο ευνουχισμός του πατέρα», ένα από τα πιο γνωστά σήμερα έργα της.

Κόσμος από γρανίτη


Ψάχνοντας ακούραστα για νέες φόρμες, η Μπουρζουά κατασκευάζει στη δεκαετία του 1990 μια σειρά από εγκαταστάσεις που τις ονομάζει «Κελιά» και που αποτελούν τον πυρήνα της έκθεσης στο Πομπιντού. Πρόκειται για δωμάτια που η γλύπτρια δημιουργεί με ξύλινες παλιές πόρτες. «Κατοικημένα» καθώς είναι από αντικείμενα οικεία όπως καθρέφτες, κρεβάτια, γυάλινες σφαίρες, μουσικά όργανα, παιδικά παιχνίδια ή κλουβιά, τα δωμάτια αυτά μετατρέπονται σε κιβωτούς μνήμης που απαγορεύουν την είσοδο σε «ξένους». Ο μόνος τρόπος που είχαμε για να εισχωρήσουμε στο εσωτερικό τους ήταν κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τις χαραμάδες ή το σπασμένο τζάμι ενός παραθύρου. «Οφείλουμε να αναδημιουργούμε το παρελθόν με έναν όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικό τρόπο, ελπίζοντας πως μια μέρα θα απαλλαχθούμε απ' αυτό», εξηγεί.

Στα 97 της σήμερα, η δημοφιλής «αμερικανίδα γαλλικής καταγωγής» βγαίνει πλέον ελάχιστα από το ατελιέ της στο Μπρούκλιν, συνεχίζει ωστόσο ακόμα να σχεδιάζει. «Οι ιδέες είναι περαστικές σαν τις μύγες, πρέπει να τις αρπάζεις και να τις συντηρείς στο χαρτί», λέει σχολιάζοντας την αδυναμία της για το σχέδιο. Τα τελευταία της έργα που η επιμελήτρια Μαρί-Λορ Μπερναντάκ επέλεξε να παρουσιάσει σε έναν ειδικό, περισσότερο προσωπικό χώρο, έχουν και πάλι να κάνουν με τη γέννηση και τον θάνατο, τον άντρα και τη γυναίκα, τον έρωτα και τον χωρισμό, την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, το σπίτι και τον καθρέφτη, αντικείμενο-σύμβολο της κοσμοθεωρίας της.

«Όταν υπάρχουν πολλοί καθρέφτες σε ένα έργο», λέει χαρακτηριστικά, «σημαίνει πως υπάρχουν πολλές πραγματικότητες. Σημαίνει ακόμα πως πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν βλέπουν ακριβώς αυτό που εμείς βλέπουμε. Υπάρχει ωστόσο ένας κοινός παρονομαστής στους καθρέφτες που χρησιμοποιώ: όλοι είναι κινητοί. Η ευκαμψία είναι απαραίτητη σε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος από γρανίτη και που την ίδια στιγμή είναι πολύ εύθραυστος».