Θηλυκό και παλιά δαντέλα, σαν μυθιστόρημα

thilyko-kai-palia-dantela-san-mythistorima

Αριστοκράτες που ξεπέφτουν δραματικά, αστοί που ανέρχονται πανηγυρικά, αγρότες που διαχειρίζονται για πρώτη φορά την εργατική τους δύναμη, σοσιαλιστές που αναζητούν το στίγμα της νέας εποχής, γυναίκες που παραπαίουν ανάμεσα στο καθήκον και τους αδιέξοδους έρωτες, συνθέτουν το δραματουργικό τοπίο της ταινίας που σκηνοθετεί ο Τώνης Λυκουρέσης βασισμένος στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Σκλάβοι στα δεσμά τους».

Βρεθήκαμε στα γυρίσματα στην Κέρκυρα, πατρίδα του μυθιστορήματος. Με την υγρασία να μουσκεύει μέρα - νύχτα τα πάντα, στο φυσικό βενετσιάνικο σκηνικό της πόλης, οι Γιάννης Φέρτης, Δήμητρα Ματσούκα, Ακης Σακελλαρίου, Χρήστος Λούλης, Ειρήνη Ιγγλέση, Ρηνιώ Κυριαζή, Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, Λένα Παπαληγούρα ταξίδεψαν έναν αιώνα πίσω...

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο τελευταίος των αριστοκρατών κάνει την τελευταία του κίνηση να περισώσει τίτλους και περιουσία. Ο Κόντες Οφιομάχος (Γιάννης Φέρτης), αδύναμος μπροστά στους νέους νόμους που ισχυροποιούν τους μέχρι τώρα υποτακτικούς του και επιρρεπής ο ίδιος στη σπατάλη που ορίζει η τάξη του, οδηγεί την οικογένεια σε αδιέξοδο. Αποφασίζει ν' ανταλλάξει την κόρη του με την περιουσία πολύφερνου γαμπρού (Ακης Σακελλαρίου) που εκπροσωπεί την ανατέλλουσα αστική τάξη. Ο γάμος πυροδοτεί ένα γαϊτανάκι σχέσεων με πάθη, έρωτες, μίση, προδοσίες και αδιέξοδα. Ομως, το μέλλον έχει κριθεί. Ο καινούριος αιώνας, με το αρχοντολόι να πνέει τα λοίσθια, φέρνει την αστική τάξη να διεκδικεί δυναμικά κυρίαρχη θέση.

Ο Τ. Λυκουρέσης προετοιμάζει σχεδόν δέκα χρόνια την ταινία. Ολοκλήρωσε το σενάριο, τη διανομή, το σχεδιασμό της παραγωγής με τον Νίκο Σέκερη και πριν ξεκινήσει γυρίσματα προετοίμασε τους ηθοποιούς σε δυόμισι μηνών πρόβες. Η ταινία κόστισε πολύ για τα ελληνικά δεδομένα. «Ομως ενάμισι εκατομμύριο ευρώ είναι ψιχία για τους Ευρωπαίους. Θέλω να τονίσω την απίστευτη προσφορά των αρχών της Κέρκυρας και των ίδιων των Κερκυραίων. Στο έργο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Ολοι πάσχουν μέσα από σχέσεις που διαμορφώνουν οι συνθήκες και η μοίρα. Ο Κόντες δεν έχει καταλάβει ότι γύρω του όλα αλλάζουν. Εζησα ως Ζακυνθινός τις παραφυάδες της αστικής επανάστασης στα νησιά μας. Αυτή η άκρως γοητευτική εποχή είναι οικεία από μνήμες παλαιότερων.

Ο Κόντες των "Σκλάβων" θα μπορούσε να είναι σήμερα ένας χρεοκοπημένος επιχειρηματίας που κάνει τις ίδιες εμπορικές συναλλαγές σε βάρος της κόρης του. Μήπως δεν βλέπουμε στις μέρες μας οικονομικά ισχυρούς να καταποντίζονται ή να ανέρχονται από το πουθενά με όχημα τη φιλοδοξία και την απληστία τους; Αναρωτιόμουν αν το μυθιστόρημα μπορούσε να τοποθετηθεί στη μεταπολεμική περίοδο, ακόμα και σήμερα».

Ο σκηνοθέτης απέφυγε την κλασική, ωραία φωτογραφία ως αισθητική απεικόνιση της εποχής. Γι' αυτό η εικόνα της ταινίας φέρει χρωματικές παρεμβάσεις στο φως και τη σκιά, ως μπαρόκ δραματουργικό σχόλιο. Επιστρατεύτηκαν πάνω από 300 κοστούμια εποχής που συγκέντρωσε η Μπιάνκα Νικολαρεΐζη σ' ένα μεγάλο ρεπεράζ στην Αθήνα, την Ιταλία και την Τσεχία...

Στα γυρίσματα πολλοί Κερκυραίοι άνοιξαν τα ντουλάπια τους και εμπλούτισαν το βεστιάριο της παραγωγής. «Στόχος μου ήταν να φτιάξω ένα δράμα χαρακτήρων μέσα σε κλειστά δωμάτια», συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Το στοίχημα ήταν να αντιμετωπίσουμε ένα κλασικό κείμενο ως πρωτότυπο, σύγχρονο σενάριο. Η υποκριτική φόρμα δεν αναπαριστά, αλλά σχολιάζει. Η φωτογραφία δεν αντιγράφει τα χρώματα, αλλά τα φωτίζει. Σκηνικό και κοστούμια δεν εικονογραφούν την εποχή, αλλά προβάλλουν το δραματουργικό πεδίο δράσης».

Το ταξικό θέμα του μυθιστορήματος δεν είναι κυρίαρχο στην ταινία. Ο σκηνοθέτης το χρησιμοποιεί ως κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σχέσεις, η δράση.

«Με ενδιέφεραν οι ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούσε η ταξική σύγκρουση: έρωτας, έχθρα, διασκέδαση, απάτη. Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων. Ο θεατής εύκολα μπορεί ν' αναγνωρίσει στους ευγενείς ή τους αστούς αντίστοιχες κοινωνικές διαβαθμίσεις της εποχής μας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Οι ευγενείς έγιναν παρελθόν, η αστική τάξη άνοιξε το δρόμο των μεγαλοαστών και οικονομικά ισχυρών, μέχρι και των νεόπλουτων. Τα Επτάνησα έχασαν πολλά, αλλά κέρδισαν κιόλας από την κατοχή Βενετσιάνων, Γάλλων και Αγγλων. Μαζί με την καταπίεση και την εκμετάλλευση που έφερε η αριστοκρατία, διαμορφώθηκε μια σπουδαία πνευματική κοινότητα. Αναπτύχθηκαν η λογοτεχνία, η μουσική, το θέατρο. Η ένωση με την Ελλάδα διέλυσε τα πάντα. Η πνευματική επάρκεια των νησιών υποβαθμίστηκε. Ο μοναδικός μεγαλόπνοος κυβερνήτης, ο Καποδίστριας, εξοντώθηκε και ο διάλογος διακόπηκε».

Το ζωντανό σκηνικό της πόλης της Κέρκυρας δεν απαιτούσε παρεμβάσεις.

Μόνον οι κεραίες και τα ερ κοντίσιον που ξεφύτρωναν παράταιρα στις οροφές των βενετσιάνικων κτιρίων σκεπάστηκαν. Η μουσική του Μίνου Μάτσα βασίζεται σε μοντέρνα θέματα. Πολλοί ντόπιοι επιστρατεύτηκαν σαν κομπάρσοι σε γυρίσματα που έγιναν σε αρχοντικά, πλατείες, στο Λιστόν, στο παλιό Καμπιέλο, στο Φρούριο, στην Εθνική Πινακοθήκη, στους εξωτερικούς χώρους του Μον Ρεπό, σε δρόμους, καντούνια και εξοχές της Κέρκυρας. Οι κομπάρσοι με ελάχιστες πινελιές -ένα γιλέκο, μια μπούκλα, ένα μουστάκι αλλά και το λοξό χαμόγελο ή το επτανησιακό χιούμορ- μεταμορφώνονταν σε αυθεντικές κερκυραϊκές φιγούρες.

«Η μοναδική διασωζόμενη αναφορά επτανησιακής αρχιτεκτονικής στην Κέρκυρα -στα άλλα νησιά ισοπεδώθηκε από τους σεισμούς- έδωσε σάρκα και οστά στο σενάριο», λέει ο Τ. Λυκουρέσης. «Η επαφή με τους ντόπιους, τα κερκυραϊκά πορτρέτα στους τοίχους των μαγαζιών όταν τρώγαμε, πυροδοτούσαν συζητήσεις χρήσιμες στη δουλειά μας. Αυτή η διάχυτη ελαφρά ειρωνεία που παραπέμπει σε σεξπιρικούς γελωτοποιούς, η ευφυής τρέλα που κυριαρχεί στο Ιόνιο -προερχόμενη από τους ανέμους και την 400 χρόνων ενετοκρατία-, έχει διαμορφώσει τον επτανησιακό χαρακτήρα, μια ράτσα ξεχωριστή»...