Τι σου είναι ο άνθρωπος! Μεταξύ (καθημερινής) ζωής και (κάποιου) θανάτου

ti-sou-einai-o-anthropos-metaxy-kathimerinis-zois-kai-kapoiou-thanatou

Δευτέρα πρωί και καθώς περνάω με το αυτοκίνητό μου μπροστά από τη Θεολογική Σχολή βλέπω στο διπλανό -άδειο από αυτοκίνητα εκείνη τη στιγμή- δρόμο της αντίθετης κατεύθυνσης, προς τη μεριά της Έκθεσης, δυο τρεις ανθρώπους να τρέχουν αναστατωμένοι στο οδόστρωμα … και τότε διακρίνω έναν άντρα πεσμένο κοντά στη νησίδα, με άσπρα μαλλιά, ηλικιωμένος, μπρούμυτα σωριασμένος στο οδόστρωμα και δίπλα του μια πλαστική κίτρινη σακούλα.

Καθώς το φανάρι μπροστά στην σειρά των αυτοκινήτων που βρίσκομαι γίνεται κόκκινο και κόβω ταχύτητα, ένας νεαρός σκύβει πάνω στον πεσμένο άντρα, ενώ μια μεσήλικη γυναίκα τους ζυγώνει και ρωτάει τι συμβαίνει, ένας άλλος νεαρός στέκεται εκεί δίπλα τους και κάπου μιλάει στο κινητό του… Και καθώς ανάβει το πράσινο και ξεκινάω πάλι, ακούω τη μεσήλικη γυναίκα που κινείται προς το μέρος μου να λέει: «Α, το φουκαρά, πέθανε!». Κι εγώ πάω παρακάτω, όπως με παρασέρνει το ρεύμα των τροχοφόρων κι απομακρύνομαι...

Πάω στο σιδηροδρομικό σταθμό να παραλάβω τον κύριο Σάββα (συνταξιούχο αγρότη, με πατημένα τα 72 του χρόνια, που ακόμη καταγίνεται με τα χωράφια του), που έρχεται από το χωριό του για να τον μεταφέρω στο Θεαγένειο, το αντικαρκινικό νοσοκομείο, όπου πρόκειται να κάνει κάποιες προληπτικές ακτινοβολίες στο πέλμα του ποδιού του -μετά την αφαίρεση ενός όζου, που η βιοψία έδειξε ότι ήταν κακοήθης.

Τον παραλαμβάνω, λοιπόν (κάθεται δίπλα μου και φοράει αμέσως τη ζώνη ασφαλείας κι έτσι θυμάμαι να τη φορέσω κι εγώ) και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής από ‘κεί που ήρθα, στην Εγνατία. Λέμε τα δικά μας καθ’ οδόν, ώσπου φτάνουμε στο σημείο που είχα δει τον ηλικιωμένο άντρα πεσμένο και τώρα δεν υπάρχει κανένας στο οδόστρωμα -πέρα από τα αυτοκίνητα που τρέχουν σε όλο το πλάτος του δρόμου. Λέω τότε στον κύριο Σάββα:

«Να, εδώ, πριν, όταν ερχόμουν, ήταν πεσμένος ένας άντρας μεγάλης ηλικίας και είπαν πως είχε πεθάνει, έπεσε εδώ στο δρόμο και πέθανε, ήταν πεθαμένος…» (σαν να περιμένω να τον εντυπωσιάσω για το τι συμβαίνει σε μια μεγάλη πόλη). Κι αυτός, ψύχραιμος, το μόνο που βρίσκει να με ρωτήσει είναι «Ήταν μεγαλύτερος από μένα;». Κι εγώ του απαντώ «Πιο μεγάλος, σίγουρα πιο μεγάλος.

Αν κι εσύ, εδώ που τα λέμε, δεν δείχνεις ούτε όσο είσαι. Μπορεί να σε πάρει κάποιος και για εξηντάρη… Ε βέβαια, αφού ποτέ δεν κάπνισες, δεν έπινες, γενικά, κι έχεις ρίξει -σε θυμάμαι- χορό!». Τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου να κουνάει το κεφάλι. «Ο χορός, ναι ο χορός… Κάποτε χορεύαμε και τα όργανα κουράζονταν (εννοεί αυτούς που παίζαν τα όργανα) και μας λέγανε: φτάνει» λέει. Και συμπληρώνει «Τώρα χορεύουμε πάλι, καμιά φορά, και κουραζόμαστε εμείς και λέμε στα όργανα: φτάνει».

Φτάνουμε στο Θεαγένειο από την Παπαναστασίου και δεν υπάρχει βέβαια πουθενά θέση για να παρκάρω, ακόμα και η νησίδα μέχρι τον Ευκλείδη είναι όλη κατελημμένη. Ανάβω τα αλάρμ διακόπτοντας την κυκλοφορία και του λέω «Πήγαινε εσύ να μην αργήσεις στο ραντεβού σου κι εγώ θα ψάξω γύρω να βρω να παρκάρω». Kατεβαίνει και την επόμενη μισή ώρα κάνω γύρους στα στενά, ώσπου απελπίζομαι και απομακρύνομαι προς τα ανατολικά φτάνοντας μέχρι το επόμενο νοσοκομείο, κάπου στο Ιπποκράτειο. Αφήνω το αυτοκίνητό μου εκεί και επιστρέφω στο Θεαγένειο με αστικό λεωφορείο.

Στην αίθουσα αναμονής που γίνονται οι ακτινοβολίες (όπως και άλλες θεραπείες και εξετάσεις) όλα τα πλαστικά καθίσματα είναι κατελημμένα και τα περισσότερα στραμμένα προς μια ανοιχτή τηλεόραση κάπου ψηλά, που παίζει με την ένταση ήχου τόσο χαμηλωμένη που σχεδόν δεν ακούγεται τίποτα -ωστόσο οι περισσότεροι κοιτούν με προσήλωση στην οθόνη.

Καθώς περιμένω τον κύριο Σάββα, παρατηρώ τους ανθρώπους που περιμένουν γύρω μου και διαπιστώνω ότι αρκετοί φορούν περούκες (προφανώς εξαιτίας των χημειοθεραπειών). Εδώ οι ασθενείς ή θα ζήσουν ή θα πεθάνουν, τα πράγματα είναι απόλυτα. Ελάχιστοι συζητούν μεταξύ τους κι αυτοί πολύ χαμηλόφωνα.

Όταν τελειώνει ο κύριος Σάββας και αποχωρούμε, του εξηγώ ότι έχω παρκάρει πολύ μακριά και θα πρέπει να πάρουμε το λεωφορείο που περνάει μπροστά από το νοσοκομείο για να πάμε πίσω στο σιδηροδρομικό σταθμό. Του φαίνονται λίγο παράξενα αυτά που του λέω (γιατί δηλαδή πήγα και πάρκαρα τόσο μακριά; γιατί να πληρώνουμε λεωφορείο αφού έχουμε δικό μας αυτοκίνητο;) όπως και όταν μπαίνουμε στο λεωφορείο, το ότι δεν υπάρχει εισπράκτορας.

Καθώς περνάμε από το σημείο που είδα τον ηλικιωμένο άντρα πεσμένο στο δρόμο τίποτα δεν μαρτυρεί ότι πριν από λίγο ξεψύχησε δημόσια, εκεί, κοντά στη νησίδα, ένας άνθρωπος. Αυτό ήταν και τέλειωσε, σαν να μη συνέβη ποτέ.

Τι σου είναι ο άνθρωπος!