Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι ειδήσεις που αφορούν τους τζιχαντιστές της ISIS και τη δράση τους. Η πτώση της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης σε πληθυσμό πόλης του Ιράκ στις 10 Ιουνίου του 2014, σόκαρε την παγκόσμια κοινότητα και την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι πολύ πιο ισχυρό απ’ότι φαινόταν στην αρχή.
Η Μοσούλη είναι μία περιοχή που διαχρονικά έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων στη Μέση Ανατολή, καθώς ήδη από τη δημιουργία του τουρκικού κράτος αποτελούσε μήλο της έριδος για τον Κεμάλ Ατατούρκ και τους Κούρδους που πολεμούσαν για το δικαίωμα στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Σύμφωνα με το άρθρο 64 της Συνθήκης των Σεβρών: «Αν, εντός ενός έτους, από έναρξης ισχύος της παρούσης συνθήκης, ο κουρδικός πληθυσμός που ζει στις χώρες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 62, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, καταδείξει ότι στην πλειονότητά του επιθυμεί να γίνει ανεξάρτητος από την Τουρκία και αν το συμβούλιο κρίνει τότε ότι ο πληθυσμός αυτός είναι ώριμος για ανεξαρτησία και συστήσει την παραχώρηση αυτής, η Τουρκία αναλαμβάνει από τώρα την υποχρέωση να συμμορφωθεί και να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους της στις χώρες εκείνες. Αν και εφόσον παραιτηθεί η Τουρκία οι προέχουσες συμμαχικές δυνάμεις δε θα προβάλουν καμία αντίρρηση στους Κούρδους που κατοικούν στο τμήμα του Κουρδιστάν, που περιλαμβάνεται μέχρι τώρα στο βιλαέτο της Μοσούλης, αν θελήσουν να προσχωρήσουν στο ανεξάρτητο αυτό κουρδικό κράτος.»
Παρά τη Συνθήκη των Σεβρών όμως, η Τουρκία δεν θα αφήσει τους Κούρδους να υλοποιήσουν τα συμφωνηθέντα. Η αλλαγή στάσης των Τούρκων οφειλόταν κυρίως στις βλέψεις που είχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στις περιοχές όπου επικρατούσε το κουρδικό στοιχείο. Στην περιοχή της Μοσούλης και γενικότερα στα νοτιοανατολικά σύνορα της σημερινής Τουρκίας με το Ιράκ είχαν επικεντρωθεί οι Βρετανοί. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η συνθήκη της Λωζάννης εξασφάλισε τα σύνορα της Τουρκίας, εκτός από τη Μοσούλη, που αποτέλεσε εξαίρεση και τα σύνορα με τη Συρία που ορίστηκαν σύμφωνα με τη Συνθήκη του Φράνκλιν-Μπουγιόν –εξαιρούνταν η Αντιόχεια και η Αλεξανδρέττα-.
Οι Βρετανοί θέλησαν να ελέγχουν την περιοχή λόγω των πλούσιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων και του στρατηγικού σημείου της. Από εκεί μπορούσαν να ασκήσουν έντονες πιέσεις στο Ιράκ και στις πετρελαιοπαραγωγικές του πηγές, ενώ φρόντισαν να καθησυχάσουν τους τοπικούς πληθυσμούς αναφέροντας ότι το θέμα της Μοσούλης και του Καραγάτζ θα ανοίξει ξανά και θα γίνουν εκ νέου συζητήσεις.
Ο Πάτρικ Κόκμπερν, που δουλεύει χρόνια ως ανταποκριτής στην εφημερίδα «Independent» στη Μέση Ανατολή, παίρνει την αφορμή από την κατάκτηση της πόλης από τους τζιχαντιστές και ξετυλίγει ένα κουβάρι από γεγονότα, που ελάχιστοι έχουν προσπαθήσει να αγγίξουν μέχρι σήμερα.
Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η επιστροφή των τζιχαντιστών», δίνει στον αναγνώστη μια γλαφυρή εικόνα όλων εκείνων των γεγονότων που προκάλεσαν τη σημερινή χαοτική κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή. Η απίστευτη διαφθορά, που ταλάνιζε χρόνια το Ιράκ, οι φυλετικές διαφορές των τοπικών πληθυσμών και η αδυναμία της παγκόσμιας κοινότητα να αξιολογήσει τα δρώμενα, είναι μερικά από τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση. Παράλληλα, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύονται με ενάργεια και τα τραγικά λάθη της πολιτικής του δυτικού κόσμου.
Η επέμβαση στο Ιράκ το 2003, στη Λιβύη το 2010, καθώς και στη Συρία, με το πρόσχημα του εκδημοκρατισμού των κρατών, είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Επιπλέον, η οπλική βοήθεια στη συριακή αντιπολίτευση, που κατέληγε σχεδόν αποκλειστικά στο Ισλαμικό Κράτος, η εμμονή των κρατών για την αποπομπή του Μπασάρ Αλ Άσαντ, αλλά και η βοήθεια της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας προς τους τζιχαντιστές, περιγράφονται με λεπτομέρεια στο πόνημα.
Πέρα απ’όλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο του έργου «Εάν έχει αίμα γίνεται πρώτο θέμα», όπου ο έμπειρος δημοσιογράφος ασκεί έντονη κριτική στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για την κάλυψη των εμπόλεμων γεγονότων. Η αδυναμία των μεγαλύτερων Μέσων να παρέχουν επιτόπια ενημέρωση προκαλεί συχνά στρεβλώσεις και παραπληροφόρηση. Για παράδειγμα, μετά την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι ελάχιστοι γνωρίζουν τι συμβαίνει στη Λιβύη, καθώς κανένας ειδησεογραφικός οργανισμός δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να επενδύσει στην πληροφόρηση.
Στο βιβλίο δεν δίνονται λύσεις, καθώς δεν υπάρχουν. Αντιθέτως, ο συγγραφέας εκφράζει την εκτίμησή του ότι αν η παγκόσμια κοινότητα δεν προσπαθήσει να βρει λύση στον πόλεμο για τη Συρία, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι η έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή θα συνεχίζει να υφίσταται, ενώ και το Ισλαμικό Κράτος θα γίνει ισχυρότερο.
«Η επιστροφή των τζιχαντιστών» είναι ένα αξιόλογο έργο που φωτίζει πολλά σκοτεινά σημεία της τωρινής κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Προκαλεί απανωτά ερωτήματα για τους χειρισμούς της διεθνούς κοινότητας και φανερώνει τη μεγαλύτερη αποτυχία της Δύσης, την αδυναμία κατανόησης του κοινωνικοπολιτικού υπόβαθρου των λαών της Εγγύς Ανατολής.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.