- Τίτλος: Περικλής, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία υπό τη δοκιμασία του μεγάλου ανδρός.
- Συγγραφέας: Vincent Azoulay
- Μετάφραση: Δημήτρης Δημακόπουλος
- Εκδόσεις: Πόλις, 2015
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του Χίτλερ, εγκαινιάζεται στην Ευρώπη ένα πνεύμα επαναξιολόγησης των προτύπων της κλασικής αρχαιότητας, εκ των οποίων τόσοι και τόσοι δυνάστες άντλησαν το «παράδειγμα», προκειμένου να στηρίξουν την προπαγάνδα του ιδεολογικού και ιμπεριαλιστικού τους «αγώνα». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ριζικής αναθεώρησης, που δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον κλάδο της Ιστορίας, η αθηναϊκή δημοκρατία, ο Περικλής, κι όλος ο «χρυσός αιώνας» -όπως τον ονόμασε πρώτος ο Βολταίρος- θ’ αποτελέσουν μείζον θέμα της νέας κριτικής ιστοριογραφικής προσέγγισης.
Τα σωζόμενα στοιχεία για τον Περικλή είν’ ελάχιστα. Ακόμη κι ο σύγχρονός του Ηρόδοτος τον αναφέρει μόλις μία φορά στο έργο του για τους Περσικούς πολέμους. Αντιθέτως, περισσότερα αντλούμε απ’ τον Θουκυδίδη, ο οποίος παραδίδει και τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του στρατηγού, τον απευθυνόμενο στους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο αρχαίος ιστορικός καταγράφει κυρίως την ανάμειξη του πολιτικού στον μεταξύ Αθήνας και Πελοποννησιακής Συμμαχίας πόλεμο. Ο Βίος του Περικλή απ’ τον Πλούταρχο αποτέλεσε γραπτό που άσκησε ευρεία επιρροή σε μεταγενέστερους χρόνους, χωρίς όμως να φημίζεται για την εγκυρότητά του, όπως άλλωστε κι όλες οι πλουτάρχειες βιογραφίες, παρά που μπορεί κανείς ν’ ανεύρει σ’ αυτόν άξια λόγου μυθοπλαστικά συμβάντα. Άλλες πηγές αποτελούν σπαράγματα απ’ τα έργα του Αντισθένη, του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και των σωκρατικών, του Στησίμβροτου, του Παυσανία και του Αίλιου Αριστείδη, μαζί με τις όχι και τόσο αντικειμενικές απόψεις διαφόρων κωμωδιογράφων της εποχής, οι οποίοι ως επί το πλείστον επέκριναν με σάτιρα τις πολιτικές επιλογές και τον τρόπο ζωής του Περικλή.
Στο βιβλίο του Περικλής, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία υπό τη δοκιμασία του μεγάλου ανδρός ο Vincent Azoulay καταπιάνεται να σκιαγραφήσει το πρόσωπο και το χαρακτήρα του περίφημου πολιτικού της κλασικής αρχαιότητας, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο σε προσδιοριστικές οικονομικές, θεσμικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της εποχής, που αναμφίβολα επηρέασαν τη στάση του απέναντι σε πολλά ζητήματα. Αρχική επιδίωξη που επισημαίνεται και στην εισαγωγή είναι η αποφυγή του αναχρονισμού, που θα επέφερε περισσότερη σύγχυση απ’ την ήδη υπαρκτή.
Ανταποκρινόμενος στο σκοπό του ο συγγραφέας ασχολείται με τα επιμέρους θέματα κινούμενος πάντα εντός πλαισίου και μνημονεύοντας όλες τις σωζόμενες παραδόσεις. Θέματα αμφιλεγόμενα, όπως τα αίτια του πολέμου, οι πηγές χρηματοδότησης των μνημείων (Παρθενώνας, Ωδείο, Προπύλαια κ.ά.), ο ίδιος ο ρόλος αυτών (σύμβολα της δημοκρατίας ή της ηγεμονίας;), οι σχέσεις του Περικλή με τους τυράννους και την Ασπασία, οι στρατηγητικές του ικανότητες, οι τυχόν «ιμπεριαλιστικές» διαθέσεις, καθώς και η ισχύουσα αλήθεια για τον αιώνα που ονομάστηκε «χρυσός». Όλ’ αυτά ο Azoulay τα συρράπτει με ξεκάθαρες τις μεταξύ τους διαχωριστικές γραμμές, παρέχοντας πολυπρισματική ανάγνωση των γεγονότων.
Ο συγγραφέας πετυχαίνει μια ενδιαφέρουσα συγκομιδή, ενώ το ευσύνοπτο των κεφαλαίων βοηθά στην καταληπτή οργάνωση του περιεχομένου. Μπορεί να διαβαστεί, έτσι, περισσότερο ως ένα σύγγραμμα εισαγωγής στην εποχή της δημοκρατίας του Περικλή, παρά σαν έργο ιστορικό που συνεισφέρει με τρόπο μοναδικό στη σύγχρονη επιστήμη. Μια τέτοια σταχυολόγηση, ακολουθώντας αυτό το σύντομο αφηγηματικό πρότυπο, δεν συγκροτεί απαιτητική εργασία δυνάμενη ν’ αποτελέσει στο μέλλον έργο προσφυγής για την ιστορική μελέτη.
Ο Azoulay χάνει το στοίχημα ακριβώς στα σημεία εκείνα όπου ο ιστορικός χρειάζεται να παρέμβει για την αποκατάσταση της αλήθειας. Πάντοτε με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, οφείλει να οδηγείται σε ευκρινή και πειστικά συμπεράσματα, που σκοπό έχουν την όλο και περισσότερο αυστηρή συγκεκριμενοποίηση αναφορικά με τα γεγονότα, τα αίτια, τους σκοπούς και άλλες επιμέρους μεταβλητές, οι οποίες, στη δική μας περίπτωσή, σχετίζονται κυρίως με τον αρχαίο Έλληνα πολιτικό.
Σε όλο το έργο διαπιστώνεται μια γενική επανάληψη, αρκετά κουραστική από ένα σημείο κ’ έπειτα. Η πανθομολογούμενη αμφιταλάντευση του συγγραφέα μεταξύ των αντίθετων προσεγγίσεων του Περικλή απ’ τις πηγές, χωρίς ο ίδιος να μας οδηγεί προς κάποια κατεύθυνση, αλλά πάντα ισορροπώντας στο ανάμεσο (ασφαλής λύση!), είναι που στερεί απ’ το βιβλίο την αξία σημαντικού πονήματος.
Στο τέλος κάθε ενότητας ο ίδιος αποφεύγει να διατυπώσει οποιαδήποτε κρίση, και μόνο αστήρικτες σκέψεις αποτελούν το προσωπικό του στίγμα. Σκέψεις όπως ότι «ο Παρθενώνας δεν ήταν ναός», αλλά «θησαυροφυλάκιο και μνημείο προς τιμήν του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού», υποβιβάζοντας το ρόλο του μνημείου -δεν αντιτάσσει ούτε σε μια αράδα το μεγαλείο του Παρθενώνα παρά ταύτα- κι αμφισβητώντας αν υπήρξαν όντως πολιτισμικά κίνητρα για την ανέγερσή του. Μας δηλώνει ήδη στην εισαγωγή: «Όχι, ο Θουκυδίδης δεν είναι «συνάδελφος», αν οι σημερινοί ιστορικοί είναι πράγματι πιο αντικειμενικοί απ’ το διάσημο πρόδρομό τους»! Μα είναι ο ίδιος «αντικειμενικός» παραδίδοντας απλώς όλες τις γνώμες; Είναι ο Θουκυδίδης λιγότερο αντικειμενικός και -πώς να το αμφισβητήσουμε αυτό!- λιγότερο ιστορικός, όταν ξεκινά την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου με τα εξής λόγια στο πρώτο του βιβλίο;
«Τὰ δ’ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν οὐδ’ ὡς ἐμοὶ ἐδόκει, ἄλλ’ οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων ὅσον δυνατὸν ἐκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών.»[1. Θουκ. A, XXII, 2.]
Μάλιστα απαντά και στην περίπτωση του Azoulay ο σπουδαίος πράγματι Θουκυδίδης: «οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται.»[2. Θουκ. A, XX, 3.], αφού «οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων, καὶ ἢν ἐπιχώρια σφίσιν ᾖ, ὁμοίως ἀβασανίστως παρ’ ἀλλήλων δέχονται.»[3. Θουκ. A, XX, 3.].
Ο Γάλλος, λοιπόν, καλύπτει ένα ικανοποιητικό εύρος της ποικιλίας των γραφών για τον Περικλή και φαίνεται να είναι βιβλιογραφικά ενήμερος. Απευθύνεται όμως πρώτιστα σε όσους αναζητούν κάτι το εισαγωγικό, το εγκυκλοπαιδικό. Παρόλ’ αυτά, η τελική γινομένη εργασία δεν ικανοποιεί τα κριτήρια του αυστηρού αναγνώστη, πόσω μάλλον του άμεσα ενδιαφερόμενου ιστορικού μελετητή, ο οποίος προσβλέπει σ’ εξαγωγές συμπερασμάτων με βάση την τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία του συγγραφέα. Γενικώς σπεύδει να λήξει το κάθε θέμα, χωρίς να καταλήγει. Πολλά απ’ τα «διερωτήματά» του στο τέλος των ενοτήτων απλώς μας επαναφέρουν στο αρχικό σημείο εκκίνησης, ενώ οι «δυσκολίες» γνωμοδότησης εκφράζουν μονάχα την αδυναμία του να κάνει σωστή, κριτική αποτίμηση και διαχείριση του υλικού του.
Η μετάφραση απ’ τον Δημήτρη Δημακόπουλο είναι αρκετά αξιόλογη κι ευανάγνωστη. ΄Ενα σοβαρό τυπογραφικό της έκδοσης υπάρχει μόνο στη σελ. 216, στην πρώτη περίοδο της τελευταίας παραγράφου, η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη και δίχως νόημα.