Δύο στάσεις στην πόλη για τον πολιτισμό του άστεως, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, τον πολιτισμό των δρόμων. Ένας πολύ ελληνικός Μεσαίωνας: Αν κάποιος ξένος άκουγε ότι στην Ελλάδα οι μουσικοί μιας ορχήστρας ξεσηκώθηκαν επειδή σε μια παράσταση όπερας η γαλλίδα σκηνοθέτις επινόησε ένα φιλί μεταξύ δύο ανδρών, μάλλον θα έσκαγε στα γέλια. Ο «ελληνικός έρωτας» έχει συνδεθεί διεθνώς με την αρχαιοελληνική πρακτική της ομοερωτικής επαφής, επομένως είναι κάπως φαιδρό να έρχονται οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και να σηκώνουν οπισθοδρομικές παντιέρες ηθικής.
Φαιδρό, το λιγότερο. Κυρίως, ανήκουστο, απαράδεκτο, θλιβερό. Αλλά επειδή σχεδόν τα πάντα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε γιατί όλα αυτά μπορούν και συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2009. Το να είσαι ομοφυλόφιλος στην Ελλάδα σήμερα σημαίνει ότι είσαι κάπως αόρατος. Στην καλύτερη περίπτωση «γνωρίζει» η οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας γκέι (συνήθως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) βρήκε το κουράγιο και εξομολογήθηκε στους δικούς του το «μεγάλο μυστικό». Δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας στην προηγούμενη πρόταση. Πρόκειται για μια γενναία πράξη που συνήθως συνοδεύεται από μικρά ή μεγαλύτερα οικογενειακά δράματα.
Σπάνια όλα κυλούν ομαλά. Ο στενός κύκλος αποδέχεται υποχρεωτικά (και γοερά) τη νέα πραγματικότητα, αναθέτοντας στον παντοδύναμο χρόνο την επούλωση των πληγών που άφησε πίσω του το άκουσμα της τρομερής αλήθειας. Λίγες φορές η γενναιότητα του νέου γκέι άνδρα ή της λεσβίας «να μιλήσει» ανταμείβεται. Το θέμα κλειδώνεται καλά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας με την ελπίδα να μην ξαναβγεί ποτέ. Κι όταν βγαίνει, είναι συνήθως μόνο από τις μανούλες, οι οποίες πάντα ελπίζουν πως ο κανακάρης ή η κορούλα τους θα ξαναμπούν στον «ίσιο δρόμο». Αυτή είναι η καλή πλευρά. Γιατί υπάρχουν γκέι και λεσβίες που δεν βρίσκουν ποτέ το θάρρος να μιλήσουν στους γονείς τους, ακριβώς για να μην τους πληγώσουν. Κι εδώ έχουμε δύο υποκατηγορίες.
Στην πρώτη, τα «παιδιά» κάνουν τη ζωή τους, χωρίς φυσικά να δημοσιοποιούν στους οικείους τους πολλές πολλές λεπτομέρειες. Οι τελευταίοι μπορεί να υποψιάζονται, αλλά δεν τολμάνε να ρωτήσουν. Στη δεύτερη υποκατηγορία, η πίεση αποδεικνύεται αφόρητη και ο ομοφυλόφιλος άνδρας ή η ομοφυλόφιλη γυναίκα προχωρούν σε γάμο με ετεροφυλόφιλο και στην απόκτηση παιδιών, χωρίς πρώτα να έχουν «λύσει» τα συχνά επώδυνα θέματα της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Το αποτέλεσμα είναι να μη συναντάς πουθενά ομοφυλόφιλους.
Και δεν εννοώ στις παρέες, αλλά στη δημόσια σφαίρα. Έχεις την αίσθηση ότι πέρα από δύο-τρεις αναγνωρίσιμους ακτιβιστές, η γκέι ζωή στην Ελλάδα σημαίνει νυχτερινή έξοδο και σεξουαλικό κυνήγι στο Διαδίκτυο. Σε αυτό είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, γκέι και στρέιτ. Έτσι διαιωνίζονται τα κλισέ και τα στερεότυπα, η δημόσια ζωή δεν εμπλουτίζεται με νέες εικόνες που θα μπορούσαν να ξετρομάξουν «φρικαρισμένους» ετεροφυλόφιλους, οι οποίοι έχουν μείνει στην παλαιολιθική εποχή του αλησμόνητου Φίφη.
Αλλά εδώ που φτάσαμε δεν θα πρέπει να περιμένουμε την κοινωνία να προηγηθεί. Η κυβέρνηση είχε μια καταπληκτική ευκαιρία με το περίφημο Συμβόλαιο Κοινωνικής Συμβίωσης να ανοίξει ένα δρόμο, αλλά δείλιασε. Κι αντί να κάνουμε ένα γενναίο βήμα μπροστά, εμείς ολισθαίνουμε όλο και πιο πίσω. Την ίδια ώρα που στην ανεπτυγμένη Ευρώπη η συζήτηση έχει φτάσει στην υιοθεσία, οι γκέι στην Ελλάδα υπομένουν τον δικό τους σουρεαλιστικό Μεσαίωνα, οι μουσικοί της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μοιράζουν φυλλάδια στο Ολύμπια, αντιδρώντας σε ένα φιλί μεταξύ ανδρών.
Οι άνθρωποι αλλάζουν
Επειδή μου αρέσει η αρχιτεκτονική, τα κτίρια, αυτό που, τέλος πάντων, ονομάζουμε «δομημένο περιβάλλον», έβρισκα πάντα λίγο υπερβολική, αν όχι ύποπτη, τη δαιμονοποίηση κάθε κατασκευαστικού σχεδίου στο κέντρο της Αθήνας. Θυμάμαι τη λεπτή ειρωνεία των περισσότερων «αρχιτεκτονολογούντων» όταν διατυπώθηκαν οι πρώτες σοβαρές αντιρρήσεις για την κραυγαλέα έλλειψη πρασίνου από την «καινούργια» Ομόνοια. Μα οι πόλεις είναι πόλεις, και όχι βοσκοτόπια για να πραγματοποιούνται οι βουκολικές φαντασιώσεις του καθένα, θυμάμαι, πρώτα απ’ όλα, τον εαυτό μου. Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο βρίσκομαι πολύ μακριά από την Αθήνα. Σε μια μικρή, άγνωστη στους περισσότερους από μας πόλη της βορειοδυτικής Ισπανίας, πάνω στον Ατλαντικό.
Και μόλις γύρισα από μια σύντομη βόλτα. Αφού περπάτησα στην εμπορική της καρδιά, με τον κόσμο στους απλωμένους, ελεύθερους από αυτοκίνητα πεζόδρομους να απολαμβάνει ένα πρώιμο καλοκαιράκι, κατέληξα σε μια μικρή καταπράσινη λωρίδα, διαμορφωμένη παράλληλα στο ποταμάκι που διασχίζει την πόλη. Η φιδίσια χωμάτινη διαδρομή, υπό τους χαλαρωτικούς ήχους από το πάφλασμα του νερού με έκανε σχεδόν να βουρκώσω. Γιατί ήταν μια στιγμή που η μαγεία της φύσης είχε καταφέρει να εισχωρήσει μέσα στην πόλη και να της επιβληθεί θεαματικά. Και για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, οι κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης είχαν επιτρέψει στη φύση αυτόν τον μεγαλοπρεπή θρίαμβο. Τι σχέση μπορεί να έχει η Ομόνοια με το γραφικό αυτό λιμάνι του Ατλαντικού;
Πριν λίγες ημέρες κάτοικοι των Εξαρχείων πραγματοποίησαν συμβολική δενδροφύτευση στο οικόπεδο που περικλείεται από τις οδούς Χαριλάου Τρικούπη, Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής, ζητώντας έτσι την απαλλοτρίωση του χώρου που χρησιμοποιούνταν σαν υπέργειο πάρκινγκ. Το οικόπεδο ανήκει στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Πριν λίγα χρόνια θα είχα προσπεράσει την είδηση. Διαφωνώ κάθετα με την προσωρινή έστω κατάληψη ξένης ιδιοκτησίας, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες (π.χ. ανταλλαγή οικοπέδων) για να πρασινίσει ο χώρος. Έτσι είναι, οι άνθρωποι αλλάζουν.