Ήρθε, λοιπόν, πάλι το ελικόπτερο, σαν τα αποδημητικά πουλιά. Και μάζεψε ξανά και πάλι με ανεμόσκαλα τον Παλαιοκώστα και τον Ριτζάι από τις φυλακές ασφαλείας του Κορυδαλλού. Βγήκαν και οι περίοικοι, περισσότερο υποψιασμένοι τούτη τη φορά, και κατέγραφαν με τα κινητά και τις φορητές κάμερες το ιλαροτραγικό εναέριο γεγονός. Τα κανάλια έπιασαν πάραυτα καινούργιο ντοκουμενταρισμένο κοσκινάκι. Άρχισε κατόπιν και το γνωστό νεοδημοκρατικό πινγκ-πονγκ των πολιτικών ευθυνών, έγινε και η δίκη-παραγγελιά των αρχιφυλάκων και των εξωτερικών φρουρών, βγήκε κι ο Μαρκογιαννάκης και βεβαίωσε πως η αστυνομία θα τους ξαναπιάσει τους κινηματογραφικούς δραπέτες, όπως τους έχει ξαναπιάσει και στο παρελθόν.
«Κι αυτοί θα ξαναφύγουν!», αντέτεινε χιουμοριστικά ένας από τους συνωθούμενους ρεπόρτερ. Σχόλιο που επέσυρε, βέβαια, το πηγαίο γέλιο των παρευρισκομένων, αλλά και του ίδιου του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών, του υπεύθυνου για τη δημόσια τάξη. Γέλασε ανυπόκριτα ο κύριος Μαρκογιαννάκης, τίποτα δεν είπε επί του θέματος και αποχώρησε. Χα, χα!
Έχουμε διαβολεμένο χιούμορ τελικά εμείς οι Έλληνες! Μάρτυς μου το Διαδίκτυο, όπου αμέσως μετά την τέλεση της απόδρασης déjà vu, άρχισαν να κυκλοφορούν μυριάδες ανέκδοτα, σλόγκαν, γραφιστικές απεικονίσεις και παραφθορές εκφράσεων, που έσπαγαν πλάκα με το νέο φιάσκο του σωφρονιστικού μας συστήματος. Και θα ήμουν, βέβαια, ψεύτρα, αν δεν ομολογούσα πως κρυφίως και ενδομύχως τη γούσταρα κι εγώ τη ρεπετισιόν της όλης κινηματογραφικής φάσης.
Από κατασκευής και εκ παραδόσεως, άλλωστε, εμείς οι Έλληνες πάντα συνταυτιζόμαστε περισσότερο με το θύμα παρά με τον θύτη, αν υποθέσουμε φυσικά πως στο πλαίσιο των σωφρονιστικών καταστημάτων ο κρατούμενος είναι το θύμα και ο δεσμοφύλακας ο θύτης. Με το που κόπασαν όμως τα πρώτα χάχανα άρχισα να πέφτω σε κατάθλιψη και περισυλλογή. Διότι αυτό το εθνικό χιουμοράκι, το εύστοχο, το αθεόφοβο, πλην τόσο ανέξοδο– έχει γίνει πια, φοβάμαι, το leitmotif της δημόσιας ζωής μας.
Και όσο κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση το γέλιο και το καλαμπούρι ανάβλυζε έτσι κι αλλιώς από μόνο του –σαν να το ράντιζε αφειδώς πάνω απ’ τη χώρα το ίδιο το ελικόπτερο της απόδρασης– το πρόβλημα είναι πως όσο η Παλαιοκώσταινα παραπαίει, τόσο εμείς αρκούμαστε στο να σκαρώνουμε ευφυολογήματα και εξυπναδούρες που, και καλά, διακωμωδούν την κατάστασή μας. Έχουμε καταντήσει ένας λαός που σπάει πλάκα – με τα χάλια του. Μα θα θυμάστε, υποθέτω, πως ο αείμνηστος Λάμπρος Κωνσταντάρας στον «Άνθρωπο που έσπαγε πλάκα» του Κώστα Καραγιάννη, το παίρνει τελικά το πικρό μαθηματάκι του...
Και δεν βρισκόμαστε καν στο 1972, το έτος παραγωγής της εν λόγω κινηματογραφικής κωμωδίας. Είμαστε στο 2009· και η εποχή της ανυποψίαστης αθωότητας και του χαριτωμένου αυτισμού έχει παρέλθει προ πολλού. Είμαστε, αλίμονο, στην εποχή των κινηματογραφικών αποδράσεων, των κινηματογραφικών ηγουμένων, των κινηματογραφικών κοινωνικών αναταραχών. Και δεν ξέρω πόσο συμφέρει τελικά να σπάει κανείς πλάκα με όλα αυτά. Καμιά φορά, δεν θα το κρύψω, νοσταλγώ την άκαμπτη ξινίλα του Σημίτη. Που δεν ήξερε ανέκδοτα, κι αν ήξερε δεν τα έλεγε, γιατί απλά θα τα χαντάκωνε. Καμιά φορά θα ήθελα, ως έθνος, να παράγαμε λιγότερο πνεύμα και περισσότερη ουσία.
Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ότι ο κάθε πικραμένος ανώνυμος πολίτης αυτής της χώρας διακωμωδεί τα δημόσια δεινά που καταπίπτουν με ρυθμό οπλοπολυβόλου επί των κεφαλών μας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η τζάμπα πλακίτσα, αυτός ο στείρος κυνισμός που θρέφει τη γενικευμένη μας αδράνεια καθαγιάζεται καθημερινά από τα Μέσα και την ίδια την πολιτική σκηνή. Δεν θέλω, ρε παιδί μου, το υποτίθεται σοβαρό δελτίο ειδήσεων του Χατζηνικολάου να μεταδίδει ολόκληρο ρεπορτάζ για την ιστοσελίδα στοιχημάτων που έχει στηθεί τζογάροντας με το πότε θα ξανασυλληφθεί ο Παλαιοκώστας.
Δεν θέλω να βλέπω τον πολιτικό ταγό της δημόσιας τάξης να γελάει δημοσίως στην προοπτική μιας νέας ελικοπτερικής απόδρασης, όταν, με το καλό, ξανασυλληφθεί ο Παλαιοκώστας. Δεν θέλω άλλο καλαμπούρι στην καμπούρα μου. Σκέφτομαι τώρα πως αν υπήρχε κάτι που μας ταρακούνησε όλους συθέμελα κατά τα πρόσφατα Δεκεμβριανά ήταν το γεγονός ότι επί τόσες μέρες κανείς δεν μπορούσε να αρθρώσει ένα τόσο δα καλαμπουράκι για όσα ανεξέλεγκτα και μπαρουτοκαπνισμένα συνέβαιναν στους δρόμους της επικράτειας.
Ακόμη και το «Στάχτη και Burberry», που έγραψαν οι αναρχικοί στον τοίχο του ομώνυμου χλιδο-καταστήματος, έκρυβε έναν εναγώνιο ζόφο πίσω από το αναντίρρητο ευφυολόγημα. Τότε κανείς δεν γέλασε. Τώρα, γιατί χασκογελάμε με όλα αυτά τα τραγικά που αφήνουμε νυχθημερόν να μας συμβαίνουν; Μήπως ξεμπερδέψαμε με τη στάχτη; Ή τα Burberry; Λέμε συχνά ότι είναι ωραίο και αποσυμφορητικό που εμείς οι Έλληνες γελάμε με την κατάστασή μας. Και είναι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι, όπως έλεγε κι ο Μαρκ Τουέιν, «η κρυφή πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά, είναι η λύπη». Και εγώ βαρέθηκα να λυπάμαι γελώντας με την κατάσταση μας.