Θόδωρος Αγγελόπουλος: Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός κινηματογράφου

thodoros-angelopoulos-skinothetis-senariografos-paragogos-kinimatografou

Τα λόγια είναι περιττά για έναν άνθρωπο σαν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ή μήπως είναι απολύτως απαραίτητα; Ακόμη και όσοι δεν έχουν δει ποτέ ούτε ένα πλάνο από τις ταινίες του όχι απλά γνωρίζουν το όνομά του αλλά μοιάζουν να έχουν σαφή άποψη για τον ίδιο και τις ταινίες του. Με τη «Σκόνη του χρόνου», το δεύτερο μέρος της νέας του τριλογίας που βγαίνει αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες έχοντας μόλις προβληθεί εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ο Αγγελόπουλος επιχειρεί να αλλάξει παραμένοντας ίδιος, σαν να αναζητά μια καινούργια ελευθερία. Την ελευθερία του να κάνει ταινίες πέρα από τις προσδοκίες οποιουδήποτε, ακόμη και του ίδιου του εαυτού του.

Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά για τη Βενετία, τις Κάννες. Τι είναι αλήθεια;

Το «ράδιο αρβύλα» μετέφερε πολλά και διάφορα. Ανήκω πια στην κατηγορία αυτών που ό,τι και να κάνουν γράφονται πολλά. Η αλήθεια είναι ότι στις Κάννες έστειλα μια ανέτοιμη εκδοχή της ταινίας, ούτε καν rough cut, αλλά επειδή είχα συνηθίσει με τον προηγούμενο διευθυντή Ζιλ Ζακόμπ να μη στέλνω σχεδόν τίποτα, ίσως μια δυο σκηνές, θεώρησα ότι θα ήταν εντάξει. Με τον καινούργιο διευθυντή όμως τα πράγματα έχουν γίνει πολύ πιο υπηρεσιακά και δεν έχουμε τη φιλία που είχαμε με τον Ζακόμπ, με τον οποίο ξεκινήσαμε μαζί.

Και η Βενετία;

Ήθελα να πάει η ταινία, δεν με ενδιέφερε αν θα ήταν εντός ή εκτός διαγωνιστικού –στη Βενετία άλλωστε έχω κερδίσει όλα τα βραβεία– και είχα ζητήσει μια συγκεκριμένη ημερομηνία που θα ήταν ο Νταφόε ελεύθερος από τα γυρίσματα του Λαρς Φον Τρίερ. Λίγο καιρό αργότερα όμως ο ατζέντης του με ειδοποίησε ότι ο Τρίερ δεν του δίνει άδεια για εκείνη την ημέρα, οπότε η προβολή θα έπρεπε να μεταφερθεί. Με τον Μάρκο Μίλερ, τον διευθυντή του Φεστιβάλ, δεν είχα ποτέ καλή σχέση, οπότε στο αίτημά μου απάντησε με ένα γράμμα που έστειλε στην παραγωγή –ούτε καν σε μένα– λέγοντας ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε ημερομηνία. Δεν έβλεπα τον λόγο να πάω εκεί αν ο βασικός μου πρωταγωνιστής δεν μπορούσε να παρευρεθεί, οπότε απέσυρα την ταινία.

Πως ήταν η επιστροφή σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

Ως ένα σημείο αληθινά συγκινητική. Όμως ο κόσμος στο τέλος περίμενε να δει εμένα και τους ηθοποιούς, όπως γινόταν παλιότερα. Κι όταν τελείωσε η ταινία το κοινό έμεινε ξεκρέμαστο. Κοιτούσε να μας βρει, αλλά δεν μας κάλεσε κανένας στη σκηνή και κάποια στιγμή σταμάτησε το χειροκρότημα.

Έτσι εξηγείται, λοιπόν, αυτό που μεταφράστηκε σαν χλιαρή υποδοχή της ταινίας σας;

Ε, βέβαια! Δεν είναι μόνο δική μου σκέψη, μου το είπαν πολλοί. Εγώ βρισκόμουν πάνω στον εξώστη και κανείς δεν με κάλεσε. Αυτό ήταν μια αστοχία του Φεστιβάλ, ειδικά όταν έχεις στην αίθουσα έναν σταρ σαν τον Νταφόε.

Το να βλέπετε τόσο πολύ κόσμο στην ουρά είναι κάτι που σας δημιουργεί ακόμη μια αίσθηση ικανοποίησης;

Δεν είμαι από εκείνους τους σκηνοθέτες που κάνουν τεράστιους αριθμούς εισιτηρίων. Έχω όμως ένα κοινό που εκτιμά τη δουλειά μου, ακόμη κι αν δεν συρρέουν στις αίθουσες τόσο μαζικά. Ξέρω ότι κάποιοι εκτιμούν αυτό που κάνω. Με σταματούν στον δρόμο, μου στέλνουν δεκάδες γράμματα, όχι μόνο από την Ελλάδα, υπάρχουν έδρες με το όνομά μου σε πανεπιστήμια του κόσμου, κάτι που μου κάνει τεράστια εντύπωση. Θεωρώ ότι είμαι τυχερός.

Τι νομίζετε ότι είναι αυτό που αγγίζει τόσους ανθρώπους από το έργο σας;

Υπάρχει κάτι... Προ ημερών με σταμάτησε ένα παιδί στα Εξάρχεια, λίγο καιρό μετά τα γεγονότα, έμοιαζε μάλιστα με ένα από αυτά τα παιδιά που... Σταμάτησε, με κοίταξε και μου λέει: «Ευτυχώς που υπάρχετε». Κι έφυγε. Αυτό για μένα είναι ό,τι καλύτερο έχω εισπράξει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν είναι ο αριθμός των θεατών που ξεκαθαρίζει τα πράγματα, είναι ο χρόνος. Πόσο ένα έργο μπορεί να αντέξει μέσα στον χρόνο και διαβάζοντάς το μια άλλη γενιά μπορεί να ανακαλύψει κάτι. Ακόμη κι εγώ θυμάμαι όταν πήγαινα σχολείο που μας δίδασκαν Σολωμό και δεν τον αγαπούσα καθόλου. Τον ανακάλυψα πρόσφατα και θεωρώ ότι είναι ευτύχημα αυτή η ουσιαστική γνωριμία με το έργο του.

Αυτή η ταινία σας είναι πιο προσωπική;

Ναι. Αν διαβάσεις μια πρώτη φράση από την κριτική του «Screen International» λέει «his most affecting and personal in years». Και το λένε τόσο οι ξένοι αλλά και οι έλληνες κριτικοί.

Διαβάζετε τι γράφουν για εσάς; Σας ενδιαφέρουν οι κριτικές;

Με ενδιαφέρει η άποψή τους. Μιλώ για όσους εκτιμώ και τους νέους κριτικούς, αυτούς που έχουν μια άλλη ματιά απέναντι στο σινεμά.

Είστε ένας από τους ανθρώπους που πολλοί στην Ελλάδα αγαπούν να μισούν.

Ως ένα σημείο είναι λογικό, αλλά μερικές φορές υπάρχουν σχόλια που μπορεί να είναι κακοήθη.

Τέτοιου είδους σχόλια σας στεναχωρούν, σας θυμώνουν;

Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει μέσα σε μια οικογένεια. Έχεις την εντύπωση ότι εγώ βλέπω τον αδελφό μου σαν έναν μεγάλο επιχειρηματία ή ότι εκείνος με βλέπει σαν σημαντικό σκηνοθέτη; Καθόλου. Ούτε καν η γυναίκα μου δεν με βλέπει έτσι. Χρειάζεται μια απόσταση για να δούμε τα πράγματα αντικειμενικά. Και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, συμβαίνει παντού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό.

Σας έχει κάνει ποτέ μια κριτική να αμφιβάλλετε για ταινία σας ή να σας οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση;

Όχι. Όλες μου οι αμφιβολίες σταμάτησαν μετά τον «Θίασο». Πριν στείλω την ταινία στις Κάννες έκανα μια προβολή για τους έλληνες κριτικούς. Ήταν όλοι εκεί. Μόλις τελείωσε η προβολή έπεσε σιωπή. Μιλάω για ανθρώπους σαν τον Βασίλη Ραφαηλίδη που ήταν αδελφός μου, κι ο οποίος μου είπε: «Θόδωρε, νοσταλγώ τις “Μέρες του ’36”», και λέω, αμάν, τι έχω κάνει; Για να μου το λέει ο Βασίλης... Βγαίνει ο Μπακογιαννόπουλος, μου λέει: «Πρέπει να το σκεφτώ». Το σκέφτηκε τόσο πολύ που δεν έγραψε ποτέ τίποτα. Και μετά η ταινία πάει στις Κάννες, ήταν το γεγονός του Φεστιβάλ κι ο Βασίλης που ήταν μαζί μου μού λέει: «Θόδωρε, τόσο λάθος έκανα;». Από τότε σταμάτησα να αμφιβάλλω για τις ταινίες μου.

Ο ήρωας σας στη «Σκόνη του χρόνου» είναι, για μια ακόμη φορά, σκηνοθέτης...

Είναι η τρίτη φορά. Η πρώτη ήταν στο «Ταξίδι στα Κύθηρα». Και η δεύτερη στο «Βλέμμα του Οδυσσέα».

Το ταξίδι της ιστορίας του ξεκινά από τα χρόνια του Στάλιν και φτάνει μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτό το ταξίδι ο υπαρκτός σοσιαλισμός καταρρέει και πλέον η Δύση περνά μια από τις σημαντικότερες κρίσεις της. Τι επιβιώνει για σας κάτω από τη σκόνη του χρόνου;

Αυτό που αντέχει ακόμη είναι η δυνατότητα ή, αν θέλεις, η ελπίδα να πιστέψουμε ότι αυτή η περίοδος δεν είναι παρά η κάτω καμπύλη της Ιστορίας, απαραίτητη για να ακολουθήσει η πάνω καμπύλη. Και δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση, δεν είναι οι παρενέργειες μιας κρίσης αυτό που ζούμε τώρα, η κρίση είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς διεργασιών. Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν ξέρει πού πάει. Υπάρχει ένας πανικός. Αυτό τον πανικό τον εισπράττουμε όλοι – και τα παιδιά που βγήκαν στον δρόμο. Δεν βγήκαν όλοι αυτοί χωρίς λόγο. Δεν γίνεται κάτι τόσο μεγάλο χωρίς λόγο.

Στην ταινία σας έχετε ένα χαρακτήρα, την κόρη του ήρωα, που μοιάζει με τα παιδιά αυτά.

Είναι ένα παιδί που χάνεται, ναι. Και δεν είναι μόνο αυτό το στοιχείο που με κάνει να θεωρώ πως πέρασα σε μια καινούργια εποχή. Η τρίτη ταινία της τριλογίας μου θα είναι του σήμερα ή θα μπορούσε να ονομαστεί «αύριο», όχι όμως με την έννοια του science fiction του πολύ μακρινού, αλλά πραγματικά του αύριο.

Τι πιστεύετε ότι έρχεται σε αυτό το αύριο;

Θέλω να πιστεύω ότι αυτά τα παιδιά θα βρουν τον δρόμο τους, θα προχωρήσουν μπροστά, αλλά υπάρχουν παράπλευρες απώλειες πάντα. Σε όλα τα προχωρήματα κάποιος μένει πίσω. Κάποιος χάνεται. Έχω το γραφείο μου στα Εξάρχεια εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια. Έχω δει πολλά και δεν μπορώ να μην ευαισθητοποιούμαι από αυτή την ιστορία. Είδα τραγικά πράγματα, αλλά και πολύ όμορφα. Και αυτό με κάνει να πιστεύω ότι ο κόσμος προχωράει και με το καλό και με το κακό, τις απώλειες αλλά και τα βήματα. Θέλω να ελπίζω ότι θα έρθει η ώρα που θα βγει μπροστά η ανάγκη και η πίστη σε ένα μέλλον καλύτερο από αυτό που ζούμε σήμερα.

Αισιοδοξείτε λοιπόν.

Έχω τρία παιδιά και εγγόνια. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, έστω κι αν μερικές φορές έχω τις μελαγχολίες μου. Έστω κι αν μερικές ταινίες μου είναι μελαγχολικές γιατί στη ζωή που ζήσαμε χάσαμε πολλά πράγματα. Γιατί ανήκω σε μια γενιά που έχει δώσει πολλούς ανάλογους αγώνες.

Μόνο που τότε τα θέλω έμοιαζαν να είναι πολύ πιο σαφή.

Ασφαλώς, γιατί τότε όσοι απαιτούσαν ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν. Τώρα πια το πράγμα είναι τυφλό γιατί ο κόσμος είναι τυφλός. Είναι σαν να υπάρχει ένα τοπίο στην ομίχλη.

Μιλήσατε για τα παιδιά σας. Η μία από τις κόρες σας ακολουθεί τα βήματά σας στη σκηνοθεσία. Βλέποντας τη δουλειά της, πόσο μπαμπάς είστε και πόσο Αγγελόπουλος;

Είναι δύσκολο να μην είσαι πατέρας, ειδικά όταν είναι η κόρη σου απέναντι. Η σχέση πατέρα και κόρης είναι ό,τι πιο ευαίσθητο υπάρχει. Για ένα ακόμη πράγμα νιώθω τυχερός, ότι έχω κορίτσια κι ένα εγγόνι, έναν μικρό Θοδωρή. Νομίζω ότι κάποιος μου φέρθηκε πολύ καλά.

Και τα πνευματικά σας παιδιά; Θα λέγατε ότι το σινεμά σας έχει αφήσει απογόνους;

Μετά τον «Θίασο» έγιναν διάφορες ταινίες που δεν ήταν σωστές, ήταν μιμήσεις. Αλλά νομίζω ότι ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια καινούργια γενιά στο ελληνικό σινεμά, όχι απαραίτητα από τους βοηθούς μου ή τους μαθητές μου. Μερικοί έκαναν κάποια πράγματα, αλλά οι περισσότεροι χάθηκαν. Από την αμέσως επόμενη όμως υπάρχουν τουλάχιστον δύο, ο Αβδελιώδης και ο Γιάνναρης, που έχουν στ’ αλήθεια ταλέντο και κάτι να πουν. Και τώρα αρχίζει να βγαίνει μια νεότατη γενιά, ο γιος του Βούλγαρη, ο Αλέξανδρος, ο Άγγελος Φρατζής κι άλλα παιδιά.

Μιλώντας για άλλους σκηνοθέτες, στο Βερολίνο δεν θα είστε μόνος. Υπάρχει φυσικά ο Γαβράς, ο οποίος μοιάζει να ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία από τη δική σας: εσείς βγήκατε έξω από την Ελλάδα, εκείνος τώρα γυρίζει πίσω.

Το σινεμά του είναι διαφορετικό από το δικό μου· δεν μπορώ να το κρίνω, αλλά η σχέση μας είναι αναμφίβολα καλή. Με όλους τους ανθρώπους της γενιάς μου, ακόμη κι αν διαφωνούμε καλλιτεχνικά, αν κάνουμε διαφορετικό σινεμά οι σχέσεις μας είναι πάντα καλές.

Και η ταινία του Πάνου Κούτρα;

Ξέρω τον Πάνο, θα προσπαθήσω να δω την ταινία του στο φεστιβάλ.

Για πολλά χρόνια ήσασταν ο μόνος Έλληνας που εκπροσωπούσε στα φεστιβάλ το ελληνικό σινεμά. Σας ήταν βάρος;

Όχι, αν και πάντα έλεγα ότι δεν υπήρχαν αρκετές ελληνικές ταινίες στα φεστιβάλ. Από καιρού εις καιρόν κάποιος πηγαίνει, αλλά όχι σε διαγωνιστικό ενός φεστιβάλ σαν τις Κάννες. Δεν είναι καλό για μια χώρα, για μια κινηματογραφία, να εκπροσωπείται από έναν μόνο άνθρωπο. Βέβαια, δεν έχει να κάνει πάντα με το ίδιο το σινεμά, αλλά και με τον τρόπο που δουλεύουν τα φεστιβάλ. Δείτε, για παράδειγμα, τη νέα γενιά των τούρκων δημιουργών που τώρα κερδίζουν επαίνους. Για χρόνια παρέμεναν αποκλεισμένοι.

Το ότι πλέον χρησιμοποιούν το όνομά σας για να περιγράψουν ένα είδος κινηματογράφου ως «αγγελοπουλικό» σας κολακεύει; Σας ενοχλεί;

Δεν με ενοχλεί καθόλου, με χαϊδεύει λίγο, αλλά εντάξει...

Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, τόσες ταινίες, νιώθετε ότι το σινεμά σας εξελίσσεται ακόμη;

Νομίζω ότι με τη «Σκόνη του χρόνου» έκανα μια ταινία που ενώ παραμένει ακόμη «αγγελοπουλική», όπως λέγαμε πριν, είναι διαφορετική. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τελείως και να κάνει πειραματισμούς στο κλείσιμο μιας καριέρας. Την κλείνει ει δυνατόν με την ίδια ανάσα που την άρχισε. Ο τρόπος γραφής γίνεται με τα χρόνια τόσο προσωπικός που είναι σαν να γράφεις το όνομά σου. Σαν την υπογραφή σου. Δεν μπορείς να τη βάλεις αλλιώς.

Το κοινό ξέρει τι να περιμένει από το σινεμά σας. Αυτό σας κάνει να θέλετε να κάνετε τα πράγματα λίγο διαφορετικά, να πειραματιστείτε;

Δεν είναι πειραματισμός. Αυτή η ταινία μου είναι απλά λίγο διαφορετική στους ρυθμούς, πιο κοντά στους ηθοποιούς. Δεν απέχει από τις άλλες, γίνεται με ένα τρόπο λίγο διαφορετικό. Τα ίχνη είναι τα ίδια. Όσο για τις προσδοκίες, αυτό που έχει νόημα κι εκεί που βρίσκεται η ουσία είναι το πόσο μπορεί κανείς να προχωρήσει με τη δουλειά του, να νιώσει ότι δεν μένει ακίνητος και, κυρίως, να δει στα μάτια των ανθρώπων ότι αυτή η ταινία κάτι τους είπε, ότι συνομίλησε μαζί τους. Χρησιμοποιώ συχνά μια φράση που είχε πει ο Μπόρχες, όταν με ρωτούν για ποιον κάνω ταινίες. Λέω: «Για τον εαυτό μου, για ένα-δυο φίλους μου και για να απαλύνω τον χρόνο που περνάει».

Μιλήσατε για τους ηθοποιούς κι εδώ είναι όντως σε πρώτο πλάνο.

Το ήθελε η ιστορία. Δεν μπορούσα να κάνω έναν έρωτα ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους τόσο δυνατό δίχως να επικεντρώσω στα πρόσωπά τους. Να τους κοιτάξω από κοντά.

Οι άνθρωποι συχνά έχουν την αίσθηση ότι δεν αγαπάτε τους ηθοποιούς, ότι τους θεωρείτε κάτι σαν αναγκαίο κακό.

Δεν είναι αλήθεια, απλώς οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι ηθοποιοί πρέπει να λειτουργούν όπως στο θέατρο, να μαζεύουν όλο το φως. Ο ηθοποιός είναι ασφαλώς μέρος της εικόνας, αλλά όχι το κέντρο της. Οδηγεί την ιστορία, αλλά αν και υπάρχουν ταινίες που στηρίζονται αποκλειστικά στους ηθοποιούς εγώ δεν κάνω τέτοιες ταινίες. Ο χώρος για μένα έχει τεράστια σημασία, γιατί, αντίθετα από την άποψη του Μπέργκμαν ότι η γεωγραφία μιας ταινίας είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, για μένα είναι το πρόσωπο του ηθοποιού σε μια διαρκή συνομιλία με τον χώρο.

Πως ξεκινούν οι ταινίες σας; Σαν ιδέες που ταιριάζουν σε μια ιστορία ή σαν μια ιστορία που επενδύεται με ιδέες;

Η αρχή είναι πολλές φορές παράξενη. Δεν ξεκινούν ποτέ από το ίδιο σημείο. Υπάρχουν ταινίες που ξεκινούν από το τέλος. Υπάρχει ένα φινάλε που το βλέπεις και σε γυρίζει στη συνέχεια πίσω στην αρχή κι άλλες που ξεκινούν κανονικά από την αρχή. Άλλες φορές από κάτι που υπάρχει θαμμένο ήδη στο μυαλό σου και φυσικά υπάρχει η πραγματικότητα που επεμβαίνει. Όμως, το θέμα της ταινίας είναι πάντα πιο εσωτερική ιστορία. Παίρνει τα υλικά και τα βγάζει προς τα έξω, αποκαλύπτοντας κάθε φορά μια κρυφή ιστορία.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες σας. Υπάρχουν ήδη κάπου κρυμμένες;

Πάντα. Πολλοί με ρωτούν γιατί χρησιμοποιώ την ομίχλη, τη συννεφιά. Είναι μια εσωτερική ιστορία, δεν είναι κάτι που το διαλέγω απλά γιατί με ικανοποιεί αισθητικά.

Το καλοκαίρι δυσανασχετείτε;

Το καλοκαίρι πλήττω. Για να δουλέψω το καλοκαίρι κατεβαίνω στο υπόγειο του σπιτιού, εκεί που έχει ακόμη υγρασία.

Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε; Να ζήσετε εκτός Ελλάδος, προτιμότερα σε μια χώρα του Βορρά;

Όχι. Παρά τα προβλήματα που έχω και το τι συμβαίνει στον τόπο μου παραμένω Έλληνας, δεν μπορώ να είμαι τίποτα άλλο. Η ταυτότητά μου είναι αυτή. Είμαι Έλληνας. Κι ακόμη κι αν έφευγα θα κουβαλούσα πάντα τη νοσταλγία της πατρίδας πίσω μου.

Θυμάστε ακόμη τι ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να γίνετε σκηνοθέτης;

Η πρώτη ταινία που είδα ήταν το «Άγγελοι με λασπωμένα πρόσωπα» του Μάικλ Κέρτις και είχα τρομοκρατηθεί. Θυμάμαι ακόμη μια σκηνή, όπου ο ήρωας πήγαινε στην ηλεκτρική καρέκλα φωνάζοντας: «Δεν θέλω να πεθάνω!». Η σκηνή μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ήμουν πιτσιρίκος, ήταν και τα χρόνια τότε περίεργα, ο πόλεμος ήταν ήδη πολύ νωπός, και το θυμάμαι ακόμη. Η επιθυμία μου όμως ξεκίνησε στην εφηβεία, όταν ξεκίνησα συνειδητά να βλέπω ταινίες, με τον Τζέιμς Ντιν τον Μάρλον Μπράντο...

Αμερικανικό σινεμά λοιπόν.

Αμερικανικό βέβαια... Αγαπούσα πάρα πολύ το μιούζικαλ, θυμάμαι. Και βέβαια τις αστυνομικές ταινίες.

Εν τούτοις, ακόμη κι αν βρίσκουμε ψήγματα από «ταινίες είδους» στη δουλειά σας, δεν θελήσατε ποτέ να κάνετε μια τέτοια ταινία από αυτές που σας είχαν εντυπωσιάσει τότε.

Όχι, αν και στον «Θίασο» υπάρχει ένα κομμάτι που θα μπορούσες να το πεις μιούζικαλ και στην «Αναπαράσταση» υπάρχει ένα που θα το έλεγα αστυνομικό. Η πρώτη μικρού μήκους, η πρώτη άσκηση που έκανα στη σχολή στο Παρίσι, όμως, ήταν αστυνομικό φιλμ. Και μια απόπειρα να κάνω μεσαίου μήκους όταν με είχαν διώξει από τη σχολή ήταν πάλι μια αστυνομική ταινία.

Κι αυτό που σας κάνει ακόμη να συνεχίζετε;

Ο κινηματογράφος πια είναι η ζωή μου. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτόν. Δεν είναι επάγγελμα, δεν είναι καριέρα. Είναι αναπνοή. Το βλέπω και σε άλλους ανθρώπους, όπως για παράδειγμα στον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Αν δεν κάνει ταινία θα πεθάνει. Τον καταλαβαίνω απόλυτα. Όσο αντέχω, όσο είμαι ζωντανός θα συνεχίσω. Ξέρετε, τα γυρίσματα είναι για μένα κάτι μαγικό. Δεν έχω αίσθηση του χρόνου, του κρύου, της ζέστης. Σαν να μετεωρίζομαι κάπου, σαν να χάνεται το σώμα μου και σαν να μην υπακούει στους νόμους της φύσης. Είναι μια κατάσταση έξαρσης. Τόσο δυνατής που είναι σχεδόν αυτό που θα έλεγε κανείς ηδονή.

Μετά από μια καριέρα τόσο πλούσια τι θα λέγατε ότι περιμένετε πια;

Έχω πει ότι πριν κάνω το τρίτο μέρος της τριλογίας θα ήθελα να κάνω μια μικρή ταινία. Ει δυνατόν ασπρόμαυρη. Με ηθοποιούς που να μην είναι γνωστοί. Το μόνο ζητούμενο είναι να υπάρχει η ελευθερία, η άνεση και η αμεριμνησία που υπήρχε όταν έκανα την πρώτη μου ταινία. Τότε που δεν είχα να χάσω ή να κερδίσω τίποτα.

Πιστεύετε ότι μπορείτε να επιστρέψετε σε μια τέτοια αίσθηση.

Αν γινόταν θα ήταν πάρα πολύ ωραίο. Θα ήταν λυτρωτικό. Γιατί, ξέρεις, το χειρότερο που μπορεί να πάθει κανείς είναι να είναι δέσμιος της εικόνας του. Της εικόνας που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν.

Έχετε κινδυνεύσει να πάθετε κάτι τέτοιο;

Χμ... ίσως.

Και πώς το αντιπαρέρχεστε; Πώς το παλεύετε;

Προσπαθώ να κάνω ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι όλοι περιμένουν από μένα.

(Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε, 12.2.2009)