Μπήκε στο γραφείο με βλέμμα αποπροσανατολισμένο. Κάθισε αμήχανα και άβολα στην πολυθρόνα και άρχισε να μιλά, να εξιστορεί. Δεν είχα σκοπό να τον διακόψω. Καθηλώθηκα. Σκυφτή σε ένα μάτσο χαρτιά στο φάκελο του κι άκουγα προσεκτικά προσπαθώντας να βάλω σε μια λογική σειρά τα γεγονότα, να βρω κάτι να δικαιολογεί αυτό που έκανε ο Μάριος, να το συνδέει με όσα έβλεπα μπροστά μου. Φωτογραφίες, αστυνομική έκθεση, καταθέσεις.
Γύριζα κάθε τόσο και τον κάρφωνα στα μάτια. Έπιασα τον εαυτό μου μερικές φορές να το κάνει επίμονα, επίτηδες, για να δω την αντίδρασή του. Είχε πάθος, είχε πειθώ, ένα τρόπο ωραίο να μιλά, γλαφυρά, και να σε τοποθετεί σε καθαρές εικόνες πολύ εύστοχα:
«Το μπροστινό αυτοκίνητο κάποια στιγμή παραμέρισε προς τα αριστερά και όπως το πεδίο άνοιξε μπροστά μου σε κλάσματα δευτερολέπτου είδα από απέναντι, να με τυφλώνει, ένα φως. Ερχόταν κατά πάνω μου. Προσπάθησα να ελιχθώ. Δεν τα κατάφερα.
Έγινε η σύγκρουση. Από κει και πέρα το αυτοκίνητο μου πήγαινε ανεξέλεγκτο. Κατάφερα να σταματήσω. Κατέβηκα αμέσως με κομμένη την ανάσα και έτρεξα προς το μέρος του. Η μηχανή του ήταν σχεδόν διαλυμένη. Αυτός αρκετά μέτρα πιο κάτω πεσμένος στην άσφαλτο ακίνητος. Έσκυψα στο στήθος του. Είχε παντού αίματα. Ήταν νεκρός. Έμεινα εκεί πάνω του και έκλαιγα.
Άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Οι συγγενείς του, οι γείτονες του εκεί από τα γύρω σπίτια. Φοβήθηκα ότι θα μου επιτεθούν. Μια γυναίκα με πήρε σπίτι της να μου δώσει νερό. Δεν επέστρεψα πίσω. Άρχισα να περπατώ και να απομακρύνομαι χαμένος, χωρίς να ξέρω πού πήγαινα. Μάλλον θα ανέβαινα προς το διπλανό χωριό. Ο δρόμος ναι ήταν λίγο ανηφορικός. Κουραζόμουν. Μπορεί να ήταν επειδή έκλαιγα ή επειδή περπατούσα γρήγορα. Με βρήκε ο πατέρας μου στο δρόμο και με μάζεψαν και φύγαμε. Δεν θυμάμαι πότε του τηλεφώνησα. ... ... ...» `
Συνέχιζε. Κάποτε με επαναλείψεις. Με προσπάθειες να διασαφηνίσει. Με κόμπο στο στομάχι που ανεβοκατέβαινε μέχρι το λαιμό και έσπαζε τη φωνή. Ήταν ακόμα τρομαγμένος αν και είχε ήδη περάσει καιρός. `
- «Έτρεχες»? - «Όχι, πήγαινα κανονικά» - «Πού πήγαινες»? - «Έφευγα από το στρατόπεδο σκαστός. Ήδη τιμωρήθηκα γι’αυτό στο στρατοδικείο. Ήτανε Δεκαπενταύγουστος. Γιόρταζε η μάνα μου και η αδερφή μου και μου είπανε στο τηλέφωνο ότι ήταν μόνες. Έτσι πήγαινα σπίτι να τους κάνω παρέα» - «Γιατί παραμέρισε το μπροστινό σου αυτοκίνητο»? - «Δεν ξέρω. Θα είδε τη μηχανή από απέναντι μάλλον να τρέχει και θα της έκανε χώρο να περάσει» - «Πήγες να το προσπεράσεις μήπως»? - «Όχι, απλά συνέχισα να πηγαίνω στη λωρίδα μου μέχρι που το απέναντι φως της μηχανής είδα να έρχεται καταπάνω μου και η σύγκρουση έγινε πολύ γρήγορα» - «Έτρεχε πολύ»? - «Μάλλον ναι»
Κοίταζα με προσοχή την αστυνομική έκθεση, το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος που υποδείκνυε πιστά ως σημείο σύγκρουσης ένα σημείο μέσα στην αντίθετη λωρίδα κατεύθυνσης.
Κοίταζα τα ίχνη τροχοπέδησης, τα λάδια των δύο οχημάτων, τις τελικές θέσεις των οχημάτων, τα γυαλιά, τα χώματα. Η λωρίδα του Μάριου ήτανε καθαρή, όλα είχαν συμβεί στη λωρίδα του μοτοσικλετιστή. Όλη η πραγματική μαρτυρία λοιπόν εναντίον του Μάριου και αυτή σπάνια αμφισβητείται. Υπερβολική ταχύτητα δεν φαινόταν από τα ίχνη τροχοπέδησης να υπάρχει. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ δεν έδειξαν οι αιματολογικές εξετάσεις και οι εξετάσεις οφθαλμικού υγρού του θύματος.
Όλα σκάλωναν κάπου. Ο Μάριος επέμενε στη δική του εκδοχή και μάλιστα με εκνευρισμό μια δυο φορές που προσπάθησα να τον πιέσω: «Η σύγκρουση έγινε στη λωρίδα μου! Αυτός έτρεχε και ήρθε και έδωσε επάνω μου». Ήταν ωστόσο μια εκδοχή αποκλειστικά δική του και χωρίς καμία λογική εξήγηση με όσα είχαμε στα χέρια μας. Έτσι πολλά από αυτά που έλεγε δεν μπορούσα εύκολα να τα πιστέψω.
Το αφεντικό μου ένεψε με βεβαιότητα και σύσταση να επιδείξω έλεος: «εντάξει, μην επιμένεις». Νομίζω ότι τον έπεισε ο Μάριος και ήταν όντως πολύ παραστατικός. Στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία αμέσως μετά τη σύλληψη του, όταν υποτίθεται θα ήταν ταραγμένος με ό,τι έκανε ή συνέβη είπε τα ίδια πράγματα, με καθαρότητα και σιγουριά που δεν συνηθίζεται σε καταθέσεις τις συγκεκριμένες στιγμές. Αυτόπτεις μάρτυρες δεν υπήρχαν.
Το μπροστινό αυτοκίνητο που είχε παραμερίσει προς τα αριστερά, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, μετά τη σύγκρουση κοντοστάθηκε λίγο και έφυγε χωρίς να ξέρει κανείς ποιός ήταν. Οι γείτονες άκουσαν τη μοτοσικλέτα (ήτανε μεγάλου κυβισμού και ακόμα και αν δεν έτρεχε θα ακουγόταν) και αμέσως μετά άκουσαν και τη σύγκρουση, είδαν το μπροστινό αυτοκίνητο να απομακρύνεται και έτρεξαν στο χώρο του ατυχήματος. Όλοι γνωστοί μεταξύ τους, κάτοικοι ενός χωριού.
Το αφεντικό έξυνε το κεφάλι του αναστενάζοντας. «Εντάξει Μάριε, πήγαινε, θα επικοινωνήσω μαζί σου αν χρειαστώ κάτι. Άσε μας να σκεφτούμε και θα σου πούμε τι πιθανότητες υπάρχουν για να δούμε τι θα κάνουμε». `
Ο Μάριος έφυγε με βήμα γρήγορο, σαν να τον έπνιγε ο χώρος του γραφείου. Το αφεντικό με κοίταξε μπερδεμένο: `
- «Τι πιστεύεις»? με ρώτησε με τόνο απαισιόδοξο. - «Φταίει. Η πραγματική μαρτυρία είναι εναντίον του. Μόνο η τωρινή του κατάσταση μπορεί να αποτελέσει ένα μικρό ελαφρυντικό, αλλά δεν ξέρω. Ο άλλος έχασε τη ζωή του!» - «Κοίταζα τόση ώρα παλιές υποθέσεις. Πριν 2 μήνες σε παρόμοια περίπτωση επέβαλαν φυλάκιση 3 μήνες χωρίς αναστολή! Πιο παλιά 2 μήνες. Ξέρεις τι σημαίνει 3 μήνες φυλακή? Είναι φοιτητής. Έχει εργαστήρια. Αν κάνει 2 απουσίες σε συγκεκριμένο μάθημα χάνει το εξάμηνο. Δουλεύει. Αυτοσυντηρείται. Συντηρεί την οικογένεια του. Πέρασε και τόσος καιρός. Τώρα να μπει φυλακή? Θα καταστραφεί το παιδί για μια κακιά στιγμή, έστω για μια στιγμή αμέλειας, τρέλας. Ήθελε να τον σκοτώσει? Δεν ήθελε. Και η συμπεριφορά του μετά δείχνει άνθρωπο που έχει υποφέρει ψυχολογικά.
Πρέπει να το αποτρέψουμε αυτό, να πετύχουμε τουλάχιστον αναστολή.» - «Ε τα λάθη πληρώνονται. Αφεντικό, γιατί νομίζω ότι πήγε να προσπεράσει?» - «Γιατί αν παραμέριζε ένα αυτοκίνητο μπροστά σου προς τα αριστερά εσύ θα το προσπερνούσες κορνάροντας και βρίζοντας τον οδηγό. Μην γίνεσαι όμως περισσότερο σκληρή απ΄όσο πρέπει. Μην ξεχνάς πως είναι πελάτης, πρέπει να τον υπερασπιστούμε.
Τον βασάνισες τον άνθρωπο και θα το ξανασκεφτώ να σε αφήσω άλλη φορά να συμμετέχεις σε τέτοια υπόθεση» - «Ε εγώ έτσι πιστεύω ότι πρέπει να λειτουργεί κανείς με τους πελάτες, μόνο όταν εξαλείφεται η κόντρα μεταξύ τους σημαίνει ότι έχουν συζητήσει, μελετήσει ικανοποιητικά το θέμα. Σε αυτό που επιμένω εγώ γιατί να μην επιμένει και η κατηγορούσα αρχή?» - «Μην το φιλοσοφείς. Πιο πρακτικά σημαίνει ότι ο πελάτης φεύγει και πάει και προσλαμβάνει άλλο δικηγόρο»
Σκεφτόμασταν όλες τις επόμενες μέρες τι θα γίνει με την υπόθεση του Μάριου. Στην πρώτη εμφάνιση είχε αρνηθεί την κατηγορία και ήταν ορισμένη η υπόθεση του για ακρόαση την άλλη βδομάδα. Πρώτη φορά είδα το αφεντικό να αγχώνεται τόσο πολύ. Δεν είναι το φόρτε του οι ποινικές υποθέσεις, τις θεωρεί ψυχοφθόρες και προσπαθεί να τις αποφεύγει. Καλέσαμε ξανά το Μάριο στο γραφείο στην παρουσία ενός χρήσιμου προσώπου, πρώην εισαγγελέα και σε κάποια φάση υψηλόβαθμου στελέχους της αστυνομικής δύναμης, τώρα συνταξιούχου.
Με την πείρα που έχει σε τέτοιες υποθέσεις πείστηκε κι αυτός από τα λεγόμενα του Μάριου. Προσπαθήσαμε να μάθουμε με τρόπο την τακτική του συγκεκριμένου δικαστή σε τέτοιες υποθέσεις (ανεπίτρεπτο). Δεν τα καταφέραμε να πάρουμε λέξη από κάπου. Καθόμασταν σε αναμμένα κάρβουνα. Και ήρθε η μέρα της ακρόασης.
Καθίσαμε αμήχανα με τον Μάριο στην καφετέρια του δικαστηρίου ώρες πριν και του είπαμε ποιές εκδοχές υπάρχουν. «Είτε αλλάζεις την απάντηση σου από μη παραδοχή σε παραδοχή και τελειώνεις γρηγορότερα, μετρά υπέρ σου το ότι παραδέχτηκες έστω όχι άμεσα, και προσπαθούμε με την αγόρευση για μετριασμό της ποινής να πούμε όλα όσα βρήκαμε και βοηθούν την περίπτωση σου (του τα εκθέσαμε λεπτομερώς και του είπαμε πως θα ζητήσουμε και έκθεση του γραφείου ευημερίας), είτε εμμένεις στην μη παραδοχή σου, παίρνουμε αναβολή σήμερα γιατί έχει άλλες συνεχιζόμενες ο δικαστής, πάει μέχρι το Πάσχα που θα είναι κλειστό το πανεπιστήμιο και θα επιστρέψεις εδώ, και αν δικαστεί κανονικά τότε την παλεύουμε με αστυνόμους και ότι άλλους μάρτυρες μπορούν να υπάρξουν με συνεχείς εξετάσεις, αντεξετάσεις, επανεξετάσεις που θα χρονοτριβήσουν».
Άποψη του αφεντικού ή παρατήρησή του ή προκατάληψή του ήταν ότι συνήθως μετά από ακρόαση σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν ο δικαστής ακούει με λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα, όταν γίνεται αυτή η νοερή αναπαράσταση του θανάτου του ανθρώπου εντός δικαστηρίου, είναι περισσότερο πιθανόν να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Διαφωνούσα και σε αυτό ή μάλλον δεν το καταλάβαινα και ακόμα δεν βρίσκω σαφή και κατηγορηματική λογική.
Πίστευα ότι η πάροδος τόσου χρόνου θα λειτουργούσε πιο ευνοϊκά για τον δράστη. Γιατί άλλο να επιβάλλει κανείς φυλάκιση μετά από ένα χρόνο από το συμβάν και άλλο μετά από τρία χρόνια, όταν ο διπλός ρόλος της ποινής θα έχει πλέον κατά πολύ εξασθενίσει και αυτό είναι ένα από τα πολυσυζητημένα ως σοβαρότερα «προβλήματα» των ποινικών δικαστηρίων σήμερα, το ότι παρατραβάνε οι δίκες με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Η γνωστή απάντηση: «Μην φιλοσοφείς, στην πράξη αυτό σημαίνει ... ... ... ... ...». `
Τελικά ο Μάριος που ήθελε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτή η υπόθεση γιατί δεν την έντεχε πείστηκε να αλλάξει την απάντηση του σε παραδοχή όπως και έγινε. Ακούστηκαν με συντομία τα γεγονότα από την κατηγορούσα αρχή, με συντομία μεν αρκετή ώρα δε. Σταθήκαμε σε 2-3 σημεία που θα αμφισβητούσαμε ελαφρώς στην αγόρευση για μετριασμό. Η αγόρευση για μετριασμό δεν έγινε, ζήτησε ο ίδιος ο δικαστής τονίζοντας τη σοβαρότητα της υπόθεσης, έκθεση του γραφείου ευημερίας και κάποιες διασαφηνίσεις από την κατηγορούσα αρχή σε κάποια μεταγενέστερη ημερομηνία, κατά την οποία θα γινόταν ενδεχομένως και η αγόρευση για μετριασμό. `
Κι άλλες μέρες σε αναμμένα κάρβουνα. Άρχισε το αφεντικό ανα διαστήματα, σε ώρες άσχετες και ανυποψίαστες να επαναλαμβάνει τα γεγονότα μετριασμού μεγαλόφωνα, να τα προβάρει, να προσπαθεί να βρεί κι άλλα και περιστασιακά να μοιρολατρεί.
- «Λες να ήταν λάθος που βάλαμε τον άνθρωπο να κάνει παραδοχή»? - «Α για κάτσε, δεν τον βάλαμε, τον έβαλες» - «Δεν μπορώ στη σκέψη ότι θα αφήσω ένα άνθρωπο να πάει φυλακή για μια αμέλεια του, δεν του αξίζει και δεν κατάφερα να βγάλω και λέξη από το δικαστή. Θα δώσει αναστολή τουλάχιστον, δεν θα δώσει?»
Δυο μέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Ήτανε η γυναίκα του πατέρα του Μάριου. Ο πατέρας του Μάριου δεν είχε επαφή με την υπόλοιπη οικογένεια γιατί η βιολογική μάνα του Μάριου και οι αδερφές του απέκλειαν την με κάθε τρόπο προσέγγιση από μέρους του πατέρα. Ο Μάριος δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα γι’αυτές τις οικογενειακές διαφορές, έτσι κι αλλιώς τον πατέρα του ειδοποίησε όταν είχε το ατύχημα.
Η γυναίκα του πατέρα του ήθελε να μάθει για λογαριασμό του άντρα της και δικό της ενδεχομένως, πώς πάει η υπόθεση του Μάριου. Με το σταγονόμετρο και πολύ διακριτικά της δώσαμε να καταλάβει ότι είναι σε δύσκολη θέση αφού όλα είναι εναντίον του και αυτός μόνο ισχυρίζεται άλλα. Τότε μας είπε αυτή: «Εμείς πήγαμε εκείνη τη νύχτα και τον πήραμε όταν τηλεφώνησε.
Ήταν χάλια. Τον είχε πιάσει η τρέλα, έφυγε από το στρατό, δεν ξέρω τι του έκαναν, και προσπερνούσε ό,τι αυτοκίνητο έβρισκε στο δρόμο του. Σπάραζε ‘τον σκότωσα, εγώ φταίω τον σκότωσα’. Αυτός ζήτησε να τον πάμε στην αστυνομία και εκεί συνελήφθηκε». Συνέχισε η γυναίκα και είπε πολλά που ο ίδιος ο Μάριος δεν είχε πει για εκείνη τη μέρα του ατυχήματος και όλα αυτά γίνονταν ερήμην του ιδίου. Δεν ήξερα αν ήταν «ηθικό» και «σωστό» να γίνεται αυτό. `
Έκλεισε το τηλέφωνο. Το αφεντικό με κοίταξε με ένα βλέμμα ανακούφισης.
- «Ξέρεις, αν πάει ένα μήνα φυλακή μπορεί και να του κάνει καλό, ψυχολογικά εννοώ, μπορεί και να πρέπει να πάει, θα ξαλαφρώσει» - «Για ποιό θέμα μιλάς πάλι?» - «Ήτανε στο τηλέφωνο η γυναίκα του πατέρα του Μάριου. Τρελάθηκε ο μικρός και προσπερνούσε όλα τα αυτοκίνητα που έβρισκε μπροστά του. Γι’αυτό θα παραμέρισε το μπροστινό αμάξι, για να τον αφήσει να προσπεράσει. Γι αυτό το σημείο σύγκρουσης ήταν στην αντίθετη λωρίδα. Είδες τι κάνει ο στρατός?» -
«Τώρα τι να σου πω? Αν είναι αλήθεια της εγώ στα έλεγα και μην αλλαξεις θέμα εδώ, παραδέξου αμέσως ότι στα έλεγα! Αν πάλι δεν είναι αλήθεια της και το κάνει για να δυσκολέψει τη θέση του Μάριου, για λόγους που δεν μπορώ να φανταστώ αλλά και να αποκλείσω δεν άλλαξε κάτι» - «Βλέπεις παντού συνωμοσίες »? είπε και γύρισε γελώντας να κάνει άσχετα τηλεφωνήματα.
Από τότε όντως τα πράγματα κυλούν με λιγότερο άγχος για το αφεντικό. Δεν ξέρω γιατί λειτούργησε τόσο ανακουφιστικά το νέο. Η υπόθεση ακόμα εκκρεμεί γι’αυτό και θα μείνετε ενδεχομένως σε αγωνία για την τύχη του Μάριου για λίγο ακόμα. Τα πράγματα για μένα όμως πήραν άλλη τροπή. Σκεφτόμενη όλα αυτά που έγιναν με αποκορύφωμα το τηλεφώνημα με την αποκάλυψη της «κοροϊδίας» από μέρους του πελάτη μας, μου βγήκε μαζεμένος θυμός: `
Πας σε ένα δικηγόρο που θέλεις να σε υπερασπιστεί. Αυτός στηρίζεται στα λεγόμενα σου (αφού μόνο αυτά έχει, είσαι ο πελάτης του), φορτώνεται το πρόβλημα σου και προσπαθεί να φέρει εις πέρας την αποστολή που ανέλαβε. Να σε υπερασπιστεί. Στηρίζεις την ενοχή σου όχι σε πραγματικούς αλλά σε συναισθηματικούς παράγοντες. Στην ουσία νιώθεις άσχημα για ό,τι έγινε αλλά δεν νιώθεις αρκετά έχονος ώστε να ανεχτείς τιμωρία, στην ουσία λες πως δεν το έκανες εσύ αλλά ο άλλος, ο νεκρός, αυτός που δεν έχει λόγο, ήρθε και έδωσε πάνω σου.
Υπάρχουνε όντως δικηγόροι που δεν θέλουν να ξέρουν καν αν είσαι ένοχος ή όχι για να μην επηρεαστούν στην υπεράσπιση, για να βάλουν περισσότερο πάθος, για να μην ρίξουν νερό στο κρασί τους όταν θα κληθούν να το κάνουν, δεν το καταλαβαίνω αυτό. Τον χώνει που λες τον υπερασπιστή σου στο χώμα το γεγονός ότι έχει απέναντι του συγγενείς ενός ανθρώπου που έχει πεθάνει εξαιτίας σου και δέχεται ο ίδιος τις κατάρες τους επειδή ανέλαβε το χρέος του συνήγορου υπεράσπισης σου.
Κάποτε οι επιθέσεις των συγγενών αυτών ειδικά για μια κοπέλα, νεαρή σε ηλικία και άπειρη, με κάποια όρια ψυχολογικής αντοχής, όταν έρχεται ο ψηλός ο μουστακαλής, ο μαυροντημένος, ο χαροκαμένος με την μπόχα του σκόρδου και της τριγαρίλας και την καταράζεται και την φτήνει στα πόδια, ενώ παρακάτω λιποθυμά η πενθούσα μάνα, βαραίνουν σημαντικά το φορτίο!
Ένας άνθρωπος λοιπόν έχασε τη ζωή του με τρόπο που στην περιγραφή είναι φριχτός. Πετάχτηκε στο παμπρίζ, έπεσε στην άσφαλτο, σύρθηκε. Νιώθω το δέος μπροστά στο θάνατο οποιουδήποτε ανθρώπου και η λύπη μου πολλαπλασιάζεται ξέροντας ότι αυτός ήταν φριχρός και ακαριαίος και ότι εγώ τώρα πρέπει να υπερασπιστώ τον «ένοχο».
Έρχεσαι εσύ ο τύπος ο κουλ που την είδε κακομαθημένος, καταπιεσμένος στρατιώτης και πήρε ένα αμάξι να θερίσει την άσφαλτο και με υποκρισίες και ψεύδη προσπαθείς να βρεί την υπεράσπιση που ο ίδιος πιστεύεις ως μεγάλος και τρανός παντογνώστης (και πρέπει ειρωνία εδώ!), ότι είναι η καλύτερη για τον εαυτό σου. Λες «φταίω» αλλά επιμένεις ότι δεν ξέρεις με βάση τα πραγματικά γεγονότα γιατί φταις.
Το παίζεις συναισθηματικός, συνεσταλμένος, άτυχος νέος που συμπόνεσε την εορτάζουσα μάνα και πήγε να της πάρει νουγκατίνα και μπουκετάκι γαρούφαλα. Φοράς και το παντελονάκι με την επιμελη τσάκιση και το πουκαμισάκι το μεταξωτό και παρφουμαρισμένος να δείξεις ότι είσαι ο συνετός νέος. Στην πορεία βγαίνουν στη φόρα, δεν έχει σημασία πώς, πράγματα που εσύ απέκρυψες με κάθε δόλο, με κάθε υποκρισία και είναι πράγματα που αυξάνουν την «ενοχή» σου.
Είναι σαν να σου λέει κάποιος «περνούσα, τον είδα να παλεύει με το κύμα και τον άφησα να πνιγει» και στην πορεία να μαθαίνεις ότι τον έπιασε αποφασιστικά από το λαιμό και τον βούτηξε στο κύμα, τον κράτησε με δύναμη κάτω από το νερό και τον έπνιξε. (Άσχετο φιλοσοφικό ερώτημα: Ευθυνόμαστε περισσότερο για τις πράξεις παρά για τις παραλείψεις μας? Παραπομπή σε Καντ, θέμα για άλλο άρθρο.)
Το ένα ψέμμα σου βασικά έφερε το άλλο, όλα μπερδεύονται και πρέπει να τα πάρει κανείς από την αρχή, τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμματα από όλα αυτά που αράδιασες (άσχετο φιλοσοφικό ερώτημα: είναι πάντα σωστό να λέμε την αλήθεια και πάντα λάθος να λέμε ψέμματα? Παραπομπή σε Καντ, θέμα για άλλο άρθρο), που έκατσα και έλαβα υπόψη. Ωραίο πνευματικό/ψυχολογικό βασανιστήριο ε? `
Έχω απένταντι μου λοιπόν ένα δράμα και χωρίς να φταιω εγώ σε τίποτα θεωρούμαι εχθρός ανθρώπων που ούτε καν γνωρίζω, τρωω τις ροχάλες, τις κατάρες, τις βρισιές τους δημοσίως. Εξευτελίζομαι. Οι έμπειροι βασικά έχουν πάθει ενός είδους ανοσία σε αυτούς τους εξευτελισμούς ή τους διασκεδάζουν ή έχουν γίνει πραγματικά σκληροί. Έχουν συνηθίσει να κρατάνε τη μύτη τους ψηλά και την κοστουμιά τους ατσαλάκωτη μπροστά σε όλη αυτή την αδυνατώ-να-βρω-χαρακτηρισμό κατάσταση. Εγώ όμως η άπειρη, που έχω ακόμα ιδεολογία, φιλοδοξία, πίστη, όρεξη και κυρίως αξιοπρέπεια (γιατί αυτή με τον καιρό αρχίζει να εξαφανίζεται στο επάγγελμα) μετά από αυτό:
1. Έκανα μια μικρή τηλεφωνική φραστική επιθεσούλα.σε αυτόν που με κοροΐδεψε, δεν το χειρίστηκα σωστά, μεθοδικά, με ψυχραιμία (το αφεντικό είχε σιωπήσει, ήξερε τι έκανε βασικά, έκανε τον ανήξερο «δεν με ενδιαφέρει τι μου είπε, μου αρκεί το τι εγώ ξέρω» ? μάθημα 20000ο ).
2. Μπήκα σπίτι, έβγαλα την κοστουμιά και την πέταξα στα σκουπίδια αμέσως.
3. Μπήκα στο ντους στάθηκα ακίνητη και έτρεχε καυτό νερό επάνω μου για μισή ώρα και ένιωθα ακόμα μολυσμένη.
4. Έβαλα πιτζάμες, κάθισα μπροστά στην τηλεόραση τρώγοντας πασατέμπο και χάσκοντας για 24 ωρες μέσα στα σκοτεινά χωρίς να επικοινωνήσω με ανθρώπινο είδος.
5. Άρχισα να σκέφτομαι μήπως έκανα λαθος που διάλεξα αυτό που κάνω και αν μήπως θα ήταν καλύτερα να συνεχίσω με την έρευνα.
6. Πέρασαν λίγες μέρες και ξαναείδα το Μάριο σε καφετέρειες 2-3 φορές να χαβαλεδιάζει και ασυναίσθητα γέλασα. Χρειάστηκε να πάω τριήμερο ταξίδι, να απομονωθώ, για να ηρεμίσω και να σκεφτώ.
7. Έκατσα και έγραψα αυτό το άρθρο.