Είναι κάτι μέρες, που σε χτυπούν σαν σφαίρες…

einai-kati-meres-pou-se-chtypoun-san-sfaires

Είναι Δευτέρα, εννέα και δώδεκα το βράδυ και κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου, θέλοντας να κλάψω γοερά. Μόλις έζησα μία από εκείνες τις μέρες…


Έπρεπε να το ψυλλιαστώ ότι θα πήγαινε χάλια από τον ανήσυχο ύπνο που έκανα. Κάθε τρεις και λίγο ξυπνούσα κι είχα και τον τρόμπα τον αδελφό μου στο διπλανό δωμάτιο με την τηλεόραση ανοιχτή μέχρι τα χαράματα. Λαγοκοιμόμουν κι άκουγα στον ύπνο μου το σιχαμένο ηχητικό σήμα της Αθλητικής Κυριακής. Πάλι καλά που δεν έβλεπα και τον Κατσαρό να λέει τα αποτελέσματα του ΠΡΟ-ΠΟ.

Το πρωινό εγερτήριο ήταν απότομο, ως συνήθως, αφού με το που χτυπά το ξυπνητήρι του κινητού πετάγομαι να το κλείσω λες κι έχει πιάσει φωτιά ο κώλος μου… Και κάπου εκεί, μου πέρασε η πρώτη σκέψη από το μυαλό: «Δεν έχω όρεξη να πάω στη δουλειά...» Είπα να καταπνίξω τις αρνητικές σκέψεις (ο ηλίθιος) και να συνεχίσω τη μέρα μου κανονικά. Φόρεσα και τους ολοκαίνουργιους φακούς μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, χτένισα το τσουλούφι, μπας και καλύψει το κενό –φευ! ούτε δεντροφύτευση του ΣΚΑΪ δεν με σώζει πια- και βγήκα έξω.

Τα κακά μαντάτα με περίμεναν με το που πάτησα το ποδάρι στο γραφείο, αφού είδα έναν ωραιότατο φάκελο να με περιμένει. Δεν με περίμενε μόνος του — είχε και περιεχόμενο. Ήταν οι διορθώσεις ενός περιοδικού — από αυτά που όταν έχεις τελειώσει επιτέλους το στήσιμο, τότε θυμούνται να σου πούνε να αλλάξεις φωτογραφίες, εξώφυλλο, φόντα, στήσιμο, άρθρα, γραμματοσειρές, ρούχα, μάρκα αποσμητικού και λάστιχα στο αυτοκίνητο του αφεντικού….

Διάολε! Στον ύπνο του με έβλεπε ο τύπος κυριακάτικα; Μαζί με τον φάκελο, με υποδέχτηκε κι ένα mail από τον ίδιο, με συμπληρωματικές διορθώσεις, που είχαν ξεχάσει να βάλουν στο εκτυπωμένο που μου έστειλαν, καθώς και την ενημέρωση ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε να κλείσει το περιοδικό και να φύγει για τύπωμα, διότι τους δύο μήνες που κωλοβάραγαν όλοι και διόρθωναν με το πάσο τους δεν τους έπιασε η βιασύνη, όταν ξεμπέρδεψαν εκείνοι το θυμήθηκαν.

Αποδέχομαι τη μοίρα μου, τεντώνομαι και κάνω το μοιραίο λάθος, που από τότε που ήμουν μικρός μου έλεγε η μάνα μου να μην κάνω, γιατί θα τυφλωθώ… ΟΧΙ ΑΥΤΟ που πέρασε από το μυαλό σας, πρόστυχοι, δεν δουλεύω σε sex shop! Απλώς, έτριψα δυνατά τα μάτια μου με τις παλάμες μου.

Το αποτέλεσμα ήταν να περάσω το επόμενο δεκάλεπτο στην τουαλέτα ψηλαφώντας το δεξί μου βλέφαρο και μάτι, για να βρω πού είχε κολλήσει ο φακός που διπλώθηκε και μετακινήθηκε από το τρίψιμο — όσοι φοράτε φακούς επαφής ξέρετε πόσο τραγικά ενοχλητικό και φρικιαστικό είναι αυτό!

Το επόμενο τετράωρο ήμουν με τα ακουστικά στα αυτιά, προσπαθώντας να περάσω τις ατέλειωτες διορθώσεις-αλλαγές-προσθήκες, οι οποίες συμπεριλάμβαναν και αναζήτηση φωτογραφιών από Χανιά, Ρέθυμνο, Έφεσο και Σμύρνη στο ίντερνετ (μήπως να σας γράφω και τα άρθρα, να τελειώνουμε;) και μία νέα πρόταση για εξώφυλλο γιατί η πρώτη τους άρεσε, αλλά παραήταν θλιμμένη, η δεύτερη δεν τους άρεσε γιατί παραήταν χαρούμενη — στην όγδοη πρόταση δώρο το βιβλίο «Photoshop for Assholes» μπας και μάθετε να τα στήνετε μόνοι σας και γλιτώσω το γκάστρωμα κάθε δίμηνο.

Το δεξί μου μάτι είχε ήδη αρχίσει να πεταρίζει — σημάδι ότι ο νευρικός κλονισμός ήταν πολύ κοντά. Το όμορφο κλίμα ήρθε να συμπληρώσει μία τύπισσα που μου έφερε φωτογραφίες από τα σκασμένα του φροντιστηρίου της, για να τις βάλουμε σε ένα τετράδιο. Μέχρι να αποφασίσει, φυσικά, ποιες θέλει να βάλουμε, κόντεψαν να αποφοιτήσουν τα παιδιά και να γραφτούν στο φροντιστήριο τα δισέγγονά τους.

Βάλαμε τις πέντε, μετά βγάλαμε τις δύο και βάλαμε άλλες τρεις, μετά ρώτησε την υπεύθυνη του ατελιέ «ποια ήταν η γνώμη της» λες και διάλεγε ταπετσαρία για το γραφείο. Είπε κι η υπεύθυνη τη γνώμη της -μη χάσει- αλλάξανε πάλι οι φωτογραφίες, «βάλε αυτή εδώ, πάρε αυτή από κει, αχ, πρέπει να βάλουμε κι αυτά γιατί είναι καινούργια, βγάλε τον άλλο και βάλε εκείνη –εσείς τι λέτε;». ΤΙ ΝΑ ΠΕΙ, ΜΩΡΗ; Πέντε φωτογραφίες με μούλικα έχεις να διαλέξεις, όχι την επόμενη δεκαεξάδα του X-factor! Πριν τη στραγγαλίσω με το καλώδιο του ποντικιού, επιτέλους αποφάσισε — αφού πρώτα με έβαλε να κάνω δεκαπέντε πέρα δώθε από φάκελο σε φάκελο.

H μέρα συνεχίστηκε με διορθώσεις σε ένα θεολογικό βιβλίο 512 σελίδων (το διαβάζεις ή το χρησιμοποιείς σαν βαράκι) το οποίο είχαν αναλάβει να γράψουν και να διορθώσουν καλόγριες… Το τι βαρεία, οξεία, περισπωμένη και ψιλή έπεσε, δεν λέγεται — εν τω μεταξύ είναι και τόσο δύσκολο να πετύχεις τον σωστό συνδυασμό στο πληκτρολόγιο, κόντεψα να στραμπουλήξω τρία δάχτυλα… Έριξα τόσο ανάθεμα στις καλόγριες, που είναι σίγουρο ότι θα σαπίσω στην Κόλαση παρέα με τον Αδόλφο Χίτλερ. Αφού μου ήρθε δυο-τρεις φορές να πάρω τηλέφωνο στη Μονή και να ουρλιάξω: «Κάτσε να πλέξεις καλάθια, κυρά μου, τι τα θέλεις τα βιβλία;».

Η μέρα έφτασε προς το τέλος της και συνεννοήθηκα με έναν συνάδελφο να με πετάξει στο μετρό με το αυτοκίνητό του. Ο συνάδελφος συμφώνησε και τον περίμενα. Μισή ώρα αργότερα πήγα να δω γιατί αργεί τόσο. Τελικά δεν είχε αργήσει καθόλου, όπως διαπίστωσα. Αντιθέτως, είχε φύγει στην ώρα του, αφήνοντας εμένα πίσω σαν τον μαλέα να περιμένω μισή ώρα παραπάνω χωρίς λόγο και χωρίς μέσο επιστροφής.

Η άλλη εναλλακτική ήταν να φύγω με τη μηχανή ενός άλλου συναδέλφου — πράγμα που άντεξα να κάνω μόνο για 3 εβδομάδες, με το αυχενικό και το στρες από τον φόβο να έχουν χτυπήσει πλέον κόκκινο. Άλλη μια φορά και θα καταλήξω ή ανάπηρος ή τρελός ή και τα δύο (αναλόγως αν θα πέσουμε τελικά)… Κάπου εκεί παθαίνω ένα μίνι black out κατά το οποίο μου μιλάνε διάφοροι, αλλά εγώ ακούω μόνο παράσιτα και τις Φωνές που μου ψιθυρίζουν στο αυτί: «σκότωσέ τους όλους και αυτοκτόνα» — αλλά γι’ αυτές τις φωνές θα σας μιλήσω σε άλλο άρθρο.

Αποφασίζω να πάρω ταξί, αλλά πάνω μου έχω μόνο ένα πενηντάευρο, το οποίο αν τολμήσω να το δώσω σε ταρίφα, θα μου κάνει κολονοσκόπηση με την εξάτμιση του ταξί του. Βγαίνω έξω αχνίζοντας σαν ζεστό σαλέπι -αν και έκανε ψοφόκρυο- και αρχίζω να περπατώ βλαστημώντας για να βρω τράπεζα. Ευτυχώς ο Θεός με λυπήθηκε και βρήκα μία σχετικά κοντά — διότι με την τύχη μου δεν θα το θεωρούσα παράξενο αν το κοντινότερο υποκατάστημα ήταν στη Στοκχόλμη.

Βρίσκω και ταξί γρήγορα, αλλά η τύχη γυρνά πάλι (έτσι είναι, αν χαρείς λιγάκι, τρως την κατραπακιά στο καπάκι) και πέφτω στον πιο χαρούμενο ταξιτζή όλου του Σύμπαντος, που έχει όρεξη για ψιλοκουβεντούλα και αστειάκια και «χου-χου-χου-χε-χε-χε» και «τι μουσικούλα θες να ακούσεις»; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πέσαμε και σε έναν δρόμο με κίνηση του κερατά, όπου μας προσπερνούσαν ακόμα και οι μαντρότοιχοι. Ο τύπος συνέχισε μέσα στην τρελή χαρά, αγνοώντας τις δολοφονικές ματιές που έριχνα. Μάλλον ψυλλιάστηκε ότι δεν είμαι πολύ καλά όταν προσπαθώντας να βγάλω το κασκόλ μου, το τράβηξα με δύναμη και πετάχτηκε σαν σφεντόνα πάνω στο πραμπρίζ του.

Σε όλη τη διαδρομή έτρωγα φρίκες και σκεφτόμουν τρόπους δολοφονίας που θα ζήλευε ακόμα και ο Jigsaw. Έφτασα στο σπίτι αφού έριξα τα γάντια μου μία φορά στην άσφαλτο, έφαγα στο κεφάλι 2-3 φορές τον χαρτοφύλακα ενός καραγκιόζη στο μετρό, ξαναέριξα τα γάντια μου, ώστε να τα λερώσω ομοιόμορφα κι από την άλλη πλευρά και μπουρδουκλώθηκα στο λεωφορείο από την πατερίτσα μίας μαντάμ. Έβγαλα τα κλειδιά, τα έβαλα στην πόρτα, γύρισα και… έσπασε το κλειδί! ΕΣΠΑΣΕ ΤΟ $%#^#@ ΚΛΕΙΔΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ!!!

Ήταν τόσο σκατά αυτή η μέρα, που αυτό το περιστατικό μου φάνηκε απίστευτα φυσιολογικό — σαν μία αναμενόμενη εξέλιξη σε προβλέψιμο θρίλερ! Αφού αντί να ουρλιάξω και να αρχίσω να ανοίγω τρύπα στην πόρτα με το κεφάλι μου, το έβγαλα απλώς και το κοίταξα χαμογελώντας με απάθεια… Ευτυχώς ο αδελφός μου ήταν στο σπίτι (να μια φορά που το καθισιό του με εξυπηρέτησε) και πήρα το δικό του κλειδί για να βγάλω αντίγραφο.

Στον δρόμο, λίγο πριν το κατάστημα, άκουσα μία φωνή από τον ουρανό. Ήταν ο Θεός που μου φώναζε: «Ψιτ! Νόμιζες ότι τέλειωσα μαζί σου, καραγκιόζη; Είναι Δευτέρα, ρεεε, κλειστά τα μαγαζιά!».

Νέα διαδρομή προς το σπίτι της αδελφής μου για να πάρω το δικό της κλειδί, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να πέσει πάνω μου ένα πιάνο — θα ήταν τόσο φυσιολογικό κι αυτό! Μετά καπάκι στο σούπερ μάρκετ, που δεν είχε πάλι καλαθάκια και κυκλοφορούσα με το παριζάκι, τη φέτα και το μαρούλι σφιχτά στην αγκαλιά, λες κι ήταν χαμένα μου αδέλφια από τη Μικρασία…

Και να ’μαι τώρα -δώδεκα ακριβώς, πλέον- μπροστά στον υπολογιστή μου, να αναρωτιέμαι τι μου επιφυλάσσει η νέα μέρα που ξημερώνει… Το μόνο καλό που βγήκε ήταν ότι βρήκα θέμα να γράψω — φρέσκο-φρέσκο κιόλας, ποιος τη χάρη σας… Θα έπρεπε να βρω και έναν έξυπνο τρόπο να το τελειώσω, αλλά ας λήξει άγαρμπα — θα ταιριάζει γάντι και με την κωλοΔευτέρα που πέρασα…