Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι απεχθάνεται τα κινητά και τις τηλεοράσεις. Νοιάζεται μόνο για τον ανθρώπινο ψυχισμό. Και, στην πρώτη του ταινία μετά 17 χρόνια απουσίας, δείχνει ότι δεν ξέχασε να τον εξερευνά
Η ταινία «Τέσσερις νύχτες με την Αννα», που προβάλλεται αυτή τη βδομάδα στο 21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της «Ε», σηματοδοτεί την επιστροφή του πολωνού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, θεατρικού συγγραφέα και, σποραδικά, ηθοποιού, Γέρζι Σκολιμόφσκι στον κινηματογράφο, ύστερα από απουσία 17 περίπου χρόνων, διάστημα στο οποίο ο σκηνοθέτης αφοσιώθηκε στο άλλο μεγάλο του πάθος, τη ζωγραφική.
Από τους πιο σημαντικούς πολωνούς σκηνοθέτες, ιδιαίτερα της δεκαετίας του '60, στο κλίμα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ο Σκολιμόφσκι μπόρεσε να γυρίσει μια σειρά από σημαντικές ταινίες («Αναγνωριστικά σημάδια: μηδέν», «Walkover» και «Le Depart») που βραβεύτηκαν σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, καθιερώνοντάς τον ως τον πιο καινοτόμο -επηρεασμένο από τις ταινίες του γαλλικού «νέου κύματος»- πολωνό δημιουργό.
Δυστυχώς, με τα καταπιεστικά μέτρα που ακολούθησαν στην περίοδο της «Αλληλεγγύης», ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να προσφέρει σημαντικό έργο, ενώ το «Ψηλά τα χέρια!» (1967), η τελευταία ταινία που γύρισε πριν αυτοεξοριστεί από την Πολωνία, που είχε απαγορευτεί στη χώρα του, πρωτοπροβλήθηκε μόλις το 1981, στο φεστιβάλ των Κανών ως «ταινία-έκπληξη».
Οι «Τέσσερις νύχτες με την Αννα», που πρωτοείδαμε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στις Κάνες, καταπιάνονται μ' έναν κάπως αγαθιάρη άντρα, ερωτευμένο με μια γυναίκα στης οποίας το φαγητό βάζει υπνωτικό για να μπορεί να μπαίνει κρυφά το βράδυ, στο δωμάτιό της, και να την παρακολουθεί.
Παρά τις διάφορες συνεντεύξεις και τις υποχρεώσεις του στη σύντομη παραμονή του στις Κάνες, ο 70χρονος, πάντα ακμαίος, Σκολιμόφσκι δέχτηκε να φάμε μαζί ένα μεσημέρι, στην ταράτσα όπου στεγαζόταν τμήμα του «Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών»:
Ως ζωγράφος, που στηρίξατε την εικαστική πλευρά της ταινίας σας;
«Σε δυο-τρεις αρχές: το ένα ήταν να εξαλείψω όλα εκείνα τα πράγματα που βρίσκω αντιαισθητικά στη ζωή μας, όλα τα κινητά, τις τηλεοράσεις, τις αφίσες, όλ' αυτά τα σιχαίνομαι. Η δεύτερή μου αρχή ήταν να μειώσω, όσο το δυνατό, τα χρώματα, να δώσω μια μονοχρωματική υφή στην ταινία. Η τρίτη μου αρχή ήταν οι κομψές, καλαίσθητες κινήσεις της κάμερας. Μου αρέσει η απαλότητα στην αφήγηση, που σου επιτρέπει να παρατηρείς, δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο, τα πράγματα εκείνα που δεν δημιουργούνται στην αίθουσα του μοντάζ, αλλά αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και που καταγράφει η κάμερα».
Ο άνθρωπος όμως αυτός που παρακολουθεί κρυφά τη γυναίκα να κοιμάται είναι ένας άνθρωπος που δεν συμμετέχει στη ζωή. Απλώς την παρακολουθεί. Είναι έτσι και η δική σας άποψη; Μήπως είναι ταυτόχρονα και το σχόλιο ενός ανθρώπου που παρακολουθεί τη ζωή στη σύγχρονη Πολωνία;
«Είναι μια ιστορία που μπορεί να συμβεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Μια παγκόσμια ιστορία».
Ύστερα από 17 περίπου χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, πώς τον βρήκατε τώρα που επιστρέψατε;
«Πολύ θορυβώδη και αντιαισθητικό. Αλλά έτσι είναι ο κόσμος κι αν σχεδιάζω να δουλέψω στο σινεμά, ξέρω πως δεν μπορώ να τον αποφύγω. Είμαι αναγκασμένος να αντιμετωπίσω όλους εκείνους τους ανθρώπους που πρέπει να μανιπουλάρω για να εγκρίνουν αυτό που θέλω να γυρίσω».
Πως βλέπετε σήμερα τους άλλους πολωνούς σκηνοθέτες;
«Δυστυχώς, οι περισσότεροι προσπαθούν να μιμηθούν τις χολιγουντιανές παραγωγές».
Πώς αισθάνεστε όταν παίζετε σε ταινίες των άλλων;
«Είναι για μένα ο πιο εύκολος τρόπος να κερδίσεις χρήματα. Γι' αυτό μπορώ να υποφέρω για μερικές μέρες ή μερικές βδομάδες. Βέβαια, δεν είμαι κανένας σταρ για να έχω εκατοντάδες προτάσεις το χρόνο. Από τις λίγες που μου προτείνουν μπορώ να διαλέξω μια-δυο που θεωρώ καλύτερες».
Τι σας έκανε να επιλέξετε την ψηφιακή τεχνολογία για να γυρίσετε αυτή την ταινία;
«Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω για πρωταγωνιστή έναν χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία ηθοποιό που είχε παίξει μόνο σ' ένα μικρό ρόλο πριν από αρκετά χρόνια. Είναι γεμάτος κόμπλεξ. Είχε μία πριν από μερικά χρόνια ένα εγκεφαλικό, έχει ελλείψεις μνήμης και δεν αισθάνεται ασφάλεια. Γι' αυτό φοβόμουν να χρησιμοποιήσω φιλμ γιατί αν γυρνούσαμε χίλια ή δυο χιλιάδες μέτρα φιλμ και μετά δεν μπορούσε να συνεχίσει, θα χάναμε πολλά λεφτά. Ενώ με την ψηφιακή κάμερα τα έξοδα ήταν λιγοστά. Ευτυχώς, το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικά καλό».
Εισβολή νεόπλουτων
Επιστρέφοντας στην Πολωνία, μετά την αυτοεξορία σας στη διάρκεια του προηγούμενου, κομμουνιστικού καθεστώτος, τη βρήκατε σε καλύτερη κατάσταση;
«Όχι. Η καταστροφή του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν προφανώς αναγκαία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε δεν ήταν ο καλύτερος. Τα αποτελέσματα της επιβολής μιας ελεύθερης αγοράς, ειδικά στην Πολωνία, με εξοργίζουν, γιατί συχνά είναι σκληρά και απάνθρωπα. Η εισβολή των νεόπλουτων είναι οδυνηρή».
Τι σας έκανε να εγκαταλείψετε τη ζωγραφική, ή να την παραμερίσετε, για ένα διάστημα; Σας έλειψε ο κινηματογράφος;
«Δεν ξέρω... Μου έλειψε; Όχι στην πραγματικότητα. Ήταν από σύμπτωση. Ετοιμαζόμουν τότε να επιστρέψω στην Πολωνία και έψαχνα μέρος για να ζήσω. Δεν ήθελα να ζήσω στη Βαρσοβία, γι' αυτό βρήκα αυτό το μέρος, στην καρδιά του δάσους, στα σύνορα Πρωσίας και Πολωνίας. Εκεί είχα τη σωστή ατμόσφαιρα για να γυρίσω μια ταινία. Υστερα, η Εύα βρήκε μερικές γραμμές στην εφημερίδα που στάθηκαν η απαρχή της ταινίας. Ο άνθρωπος που μπαίνει στο δωμάτιο μιας γυναίκας που κοιμάται και την παρακολουθεί γιατί την αγαπά. Αυτό ήταν όλο. Ευτυχώς δεν υπήρχε αναφορά στις ηλικίες τους, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκαν. Απαντώντας στην απλή ερώτηση, ποιο είναι το επάγγελμά του, επειδή ήθελα να τον σκιαγραφήσω σκοτεινό, αρνητικό, στην αρχή, τύπο, πριν αποκαλύψουμε την άλλη πλευρά του, είπα: τι επάγγελμα θα τον έκανε να βρομάει και να είναι αντιπαθητικός; Να καίει τους νεκρούς σε κρεματόριο. Με αυτό, όλα τα άλλα βρήκαν τη σωστή θέση τους».
Στο χαρακτήρα του άντρα, παρ' όλα όσα κάνει, του δώσατε και ένα είδος αγνότητας.
«Θέλησα να ταυτιστώ με το χαρακτήρα, όσο μπορούσα. Και, όπως όλοι μας, είχα κάποια εμπειρία με την ηδονοβλεψία. Αυτό βέβαια όταν ήμουν 12-13 χρόνων. Αλλά εδώ επρόκειτο για έναν ώριμο άντρα. Γι' αυτό για να υποβιβάσουμε τη διανοητική του ικανότητα σκέφτηκα να τον κάνω κάπως αγαθιάρη. Αλλιώτικα θα είχαμε ένα πιο πολύπλοκο άντρα και θα δυσκολευόμασταν να δικαιολογήσουμε την ηδονοβλεψία του».
Τι είδους εμπειρία ήταν αυτή στην παιδική σας ηλικία; Και τη χρησιμοποιήσατε στην ταινία;
«Οταν ήμουν μικρός έτρεχα μ' ένα καθρέφτη που έβαζα κάτω από πόρτες μπάνιου για να δω αυτές που έκαναν ντους... Δεν το συνέχισα, βέβαια, όταν μεγάλωσα, αλλά θυμάμαι μέχρι σήμερα την αίσθηση εκείνη. Δεν χρησιμοποίησα, όμως, κάτι το συγκεκριμένο από εκείνα τα χρόνια στην ταινία. Ομως και ο σκηνοθέτης είναι ένας ηδονοβλεψίας. Είναι πολύ φυσικό».
Βλέπετε σήμερα να υπάρχει ο αντίκτυπος της δεκαετίας του '60, τότε που γυρίζατε ταινίες όπως το «Le Depart»;
«Θα έλεγα πως το "Τέσσερις νύχτες με την Αννα" είναι μια ταινία στο στιλ της νουβέλ βαγκ. Κάποιες εμπειρίες από εκείνη την εποχή εξακολουθούν να υπάρχουν και να μας επηρεάζουν και σήμερα».
Και οι κοινωνικές αλλαγές;
«Οι αλλαγές ήταν δραστικές αλλά έκαναν τον κόσμο χειρότερο. Γιατί ήταν οπισθοδρομήσεις και όχι αυτά για τα οποία αγωνίζονταν τότε η νεολαία».
Θα επιστρέψετε στη ζωγραφική;
«Δεν ξέρω ακόμη, γιατί δεν τέλειωσα με την ταινία. Εχω ακόμη να κάνω πληρωμές». (γέλιο)
Αισθητικά ποιο σας ικανοποιεί περισσότερο, η ζωγραφική ή ο κινηματογράφος;
«Στη ζωγραφική είσαι μόνος, κλεισμένος στο στούντιό σου, κάνεις ακριβώς αυτό που θέλεις. Στον κινηματογράφο έχεις να συνεργαστείς με πολλά άτομα, αλλά κι αυτό έχει τη δική του ικανοποίηση».
Ποιο ήταν το πιο ευχάριστο πράγμα στη ζωή σας;
«Να παντρευτώ. Και το έκανα δύο φορές! Αλλά φτάνει». (γέλιο)