Όταν ξεκινάς μια σχέση, σκέφτεσαι πως είναι πιθανό να μπει κάποιος ανάμεσά σας. Αυτό που δεν είχες υπολογίσει είναι πως μπορεί να μην είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Αλλά ένα παιδί, που μάλιστα δεν είναι δικό σου.
Δεν είναι ότι δεν ήξερα πως ο Αντώνης είχε παιδί. Αντιθέτως, ήταν ο λόγος που με έριξε. Η αλήθεια είναι πως, παρ' ότι τον είχα δει αρκετές φορές στο νησί, δεν τον είχα προσέξει. Μου ήταν μάλλον αδιάφορος. Μέχρι που τον είδα να κατεβαίνει στην παραλία με την κόρη του. Για καμιά ώρα τον χάζευα να παίζει μαζί της, να τη μαλώνει, να τη σκουπίζει με μια τεράστια πετσέτα, να τη φιλάει, να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ήταν σαν διαφήμιση. Κι εγώ, σαν ηλίθια, τσίμπησα και αγόρασα το προϊόν. Η μικρή μπήκε στο καράβι και επέστρεψε στη μαμά της την επόμενη μέρα εξαιτίας μιας σαλμονέλας που θέρισε το νησί. Λίγο αργότερα ο Αντώνης σκούπιζε εμένα με την τεράστια πετσέτα στην παραλία. Επιστρέψαμε στην Αθήνα, πέρασαν δύο μήνες, αποφασίσαμε ότι θέλαμε να είμαστε μαζί, ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να μοιραζόμαστε τις ζωές μας.
Πρώτη γνωριμία
Τις πεθερές «τις έχω», οπότε ήμουν σχεδόν σίγουρη πως η μαμά του θα με συμπαθούσε. Για τους φίλους και τα αδέλφια του δεν ανησυχούσα καθόλου, δεν τους πολυένοιαζε. Ήρθε όμως η στιγμή που έπρεπε να γνωρίσω την κόρη, από την οποία ήταν προφανές ότι θα εξαρτιόταν το μέλλον της σχέσης μου με τον Αντώνη.
Τόσο τρακ δεν είχα ούτε όταν φιλήθηκα στη γωνία της πολυκατοικίας με τον Πάνο, στα εντεκάμισί μου. Κατέβασα τα βιβλία Παιδοψυχολογίας του Παρασκευόπουλου από τη βιβλιοθήκη, στη σχολή είχα περάσει το μάθημά του με 9, καλός άνθρωπος και με κατανόηση. Ύστερα από δίωρη διαγώνια μελέτη κατέληξα πως για να την κερδίσω δεν θα έπρεπε να της κάνω αυτά που της έκαναν όλοι οι άλλοι, δηλαδή ζούχου ζούχου, επίθεση στα μάγουλα, τσιρίδες με μπεμπέ φωνή και πιάσιμο κοτσιδιών. OΚ. Κι αν ήθελε τσίσα και έπρεπε να την πάω στην τουαλέτα; Και αν μόλις με έβλεπε έβαζε τα κλάματα; Κι αν ήθελε μπιμπερό, πού θα το έβρισκα να της το φτιάξω; Αλήθεια, τι τρώνε τα τετράχρονα;
Πάντως όχι ό,τι τρώνε όλοι οι άλλοι, όπως αποδείχτηκε το ίδιο μεσημέρι, που έζησα τον εξευτελισμό να έχω ένα πιτσιρίκι να ουρλιάζει και να κοπανιέται πάνω στο τραπέζι της χασαποταβέρνας, γιατί ήθελε να φάει ψάρι. Και μπανάνα. Και γάλα. Και πίτσα. Της παρήγγειλα παγωτό. Ένα-μηδέν. Καθώς ο πατέρας της έκανε το λάθος να μου μιλήσει για ένα ολόκληρο λεπτό χωρίς να τη συμπεριλάβει στη συζήτηση, η μικρή με ρώτησε μπουκωμένη τι της ήμουν. Κόλλησα για λίγο. Σίγουρα δεν ήμουν «η γκόμενα του μπαμπά». O κολλητός μου ο Μάκης, που κάποια στιγμή έβγαινε με μια μητέρα, έζησε την απόλυτη ταπείνωση να τον αποκαλέσει ο πεντάχρονος γιος της «θείο» στο γήπεδο. Ξαφνικά μου ήρθε επιφοίτηση (εξ ου και το 9 στον Παρασκευόπουλο): Ήμουν η φίλη της, η Ιωάννα.
Το επανέλαβα περί τις δώδεκα φορές για να το χωνέψει, όσο με κοίταζε αποσβολωμένη. Μέχρι τότε η μικρή είχε είτε γιαγιάδες είτε μπαμπά και μαμά είτε θείες και θείους είτε ξαδέλφες. Όλοι γύρω της είχαν μια συγγενική σχέση μεταξύ τους απόλυτα ξεκάθαρη, άρα έπρεπε κι εγώ να αποκτήσω επίσημο συγγενικό τίτλο. Oι φίλες της πήγαιναν όλες στον παιδικό σταθμό, ήταν ένα μέτρο πιο κοντές και τουλάχιστον 25 χρόνια μικρότερές μου. Το γεγονός ότι μια «μεγάλη» ήταν δική της φίλη την έστειλε στα ουράνια. Δύο-μηδέν. Παρ' όλα αυτά με φώναζε «θεία».
Το νταμπλ όμως το πήρα στο σπίτι μου, όπου πήγαμε για τον καφέ της χώνεψης, ή μάλλον της τόνωσης, γιατί τα κοψίδια τα είχα ήδη χωνέψει τρέχοντας γύρω γύρω από το τραπέζι φωνάζοντας «Άσε τα μαλλιά του ξένου παιδιού κάτω», γύρω γύρω από την ταβέρνα, για να μη βγει η μικρή στο δρόμο, και γύρω γύρω στο λούνα παρκ και συγκεκριμένα πάνω στο ταψί του διαβόλου, που δεν κατάλαβα γιατί το αποκαλούν «μπαλαρίνα».
Για την ολοκληρωτική νίκη το μόνο που χρειάστηκε ήταν να τηλεφωνήσω στον μπογιατζή να έρθει να ξαναβάψει το σπίτι, να βγάλω τα λιωμένα κεριά από τη φούστα μου και να ξεκολλήσω την πλαστελίνη από το iPod. «Δεν βαριέσαι, παιδί είναι, θα παίξει» δικαιολογήθηκε ο μπαμπάς της. Έτσι έγινε σαφές πως στη σχέση των τριών μας υπήρχαν δύο κόμματα. Εκείνοι οι δύο ήταν το ένα. Εγώ, βέβαια, αλλιώς τα είχα διαβάσει κι αλλιώς τα είχα μάθει από τους γονείς μου: Oι μεγάλοι κάνουν ένα κόμμα, το κυβερνών, και τα μικρά κάνουν άλλο κόμμα, το εξωκοινοβουλευτικό, που όσο και να φωνάζει και να χτυπιέται, δεν έχει λόγο σε τίποτα. O Αντώνης μου, ο άντρας που είχα ερωτευτεί, είχε εξαφανιστεί. Τη θέση του είχε πάρει ο μπαμπάς της μικρής.
Παρ' ότι κέρδισα τελικά την έγκριση της μικρής σε αυτή την πρώτη δοκιμασία, έχασα την έγκριση της μαμάς της, που αυτήν δεν την είχα ποτέ έτσι κι αλλιώς εξ ορισμού. Τσαντίστηκε λίγο που έπρεπε να βγάλει τους λεκέδες από σιρόπι σοκολάτας από τη σατέν ροζ μπλούζα της μικρής και που έπρεπε να φωνάξει κι αυτή μπογιατζή, γιατί η μικρή είχε πάρει φόρα και έβαψε και τους δικούς της τοίχους με τα δικά της Chanel κραγιόν. Δεν μου τα είπε ευθέως, μου τα μετέφεραν. Της αντιμετέφερα πως «Παιδί είναι, θα παίξει».
Το παιδομάζωμα
Αφού λοιπόν η μικρή με συμπάθησε, μπορούσα πλέον να συνεχίσω να έχω σχέση με τον μπαμπά της. Η οποία ορίστηκε πλέον ως εξής: Καθημερινές οι δυο μας, δηλαδή από το βράδυ που τέλειωνα τη δουλειά μου μέχρι το πολύ πιο βράδυ, και Σαββατοκύριακα οι τρεις μας. Ή οι δυο τους. Ή ενίοτε οι τρεις τους. Χμ. Όπως ανήμερα των Χριστουγέννων και παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που οι γονείς της μικρής αποφάσισαν να μην της διαλύσουν την εικόνα που είχε για τις γιορτές και την οικογενειακή θαλπωρή που τις συνοδεύουν, οπότε έπρεπε να τις περάσουν όλοι μαζί σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Στο επιχείρημά μου πως η μικρή δεν είχε εικόνα οικογενειακών Χριστουγέννων, καθότι οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν έξι μηνών, δεν πήρα απόκριση. Σιωπή ακολούθησε και μετά την παρατήρησή μου πως της δημιουργούσαν επίπλαστες εικόνες και ακόμη μεγαλύτερες απαιτήσεις, στις οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανταποκριθούν. Νομίζω ότι απλώς δεν κατάλαβαν τι εννοούσα. Μετά ρώτησα τη μικρή τι δώρο ήθελε. Ευτυχώς, μου ζήτησε μια Μπάρμπι. Δυστυχώς για τη φίλη μου τη Νάντια, το ίδιο της είχε ζητήσει και ο οκτάχρονος γιος του δικού της φίλου.
Στο κατάστημα με τα παιδικά δώρα, όπου πήγαμε μαζί με τη μικρή για να διαλέξουμε την Μπάρμπι-Νυφικό-Κομμώτρια-Πεντικούρ, οι πωλήτριες ορκίζονταν ότι μου έμοιαζε. Βαριόμουν να τις διαψεύσω. Τι να τους εξηγούσα, πως δεν ήμουν η μαμά της; Oύτε η απαγωγέας της; Oύτε μέλος σπείρας δουλεμπορίου παιδιών; Oύτε μητριά, ούτε θεία, ούτε ξαδέλφη;
Μόνη πέρασα και τη γιορτή μου, καθότι η μικρή απαίτησε εκείνη την ημέρα τον μπαμπά της μόνο για τον εαυτό της και συμφώνησα πως δεν έπρεπε να μας βλέπει συνέχεια μαζί, για να μην της δημιουργηθεί τραύμα. Το εμπάργκο συνεχίστηκε για λίγους μήνες, οπότε έφτασε το Πάσχα και είπαμε με τον Αντώνη να το περάσουμε μαζί. Η μαμά της μικρής πάλι αποφάσισε να το περάσει μόνη. Oπότε σαλπάραμε κι οι τρεις για τις πρώτες μας κοινές διακοπές.
Όλοι γύρω μου έκαναν Ανάσταση. Εγώ έκανα στρατιωτικό. Έγερση στις επτά και τριάντα ακριβώς (καλοκουρδισμένο το σκασμένο). Γάλα. Μπάνιο. Ντύσιμο. Η άσπρη μπλούζα δεν της άρεσε. Μόνο η ροζ πήγαινε με το κόκκινο παντελόνι. Μεταφορά με χοροπηδητά μέχρι την καφετέρια, τοστ, πορτοκαλάδα, ξυλομπογιές και χαρτί ιχνογραφίας. Και μόνο τότε έφτανε η άγια ώρα (είχε πάει εννιάμισι) να παραγγείλω καφέ.
Στη δεύτερη γουλιά συνειδητοποίησα γιατί με κοιτούσαν με περιφρόνηση οι υπόλοιπες μαμάδες στο δρόμο. Στη μικρή σήμερα είχα φορέσει πορτοκαλί μπουφάν, λαχανί παντελόνι, μοβ μπλουζάκι και άσπρα παπούτσια. Με τα οποία κάτι δεν πήγαινε καλά. Μάλλον της τα είχα βάλει ανάποδα. Και είχε και μια τσίχλα κολλημένη στα μαλλιά. Εντάξει, δεν ήμουν καλή μάνα, όχι, το παιδί δεν είχε πάρει τίποτα από μένα, ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμουν στο ίδιο κρεβάτι με άλλους δύο, ήταν οι διακοπές μου και ήθελα να πάω στο γραφείο τώρα να ξεκουραστώ.
O Αντώνης, για να με παρηγορήσει, με πήρε αγκαλιά και με φίλησε. Εννοείται, σε μια στιγμή που η μικρή είχε βγει στην πλατεία και έπαιζε, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μας δει και να της δημιουργηθεί τραύμα. Δυστυχώς, η μικρή μάς είδε. Και μπήκε στη μέση για να μας χωρίσει, τραβώντας τον μπαμπά της από το χέρι, ουρλιάζοντας πως ήταν δικός της και όχι δικός μου. Και ανακοινώνοντάς μου πως δεν ήμουν η μαμά της. Αν θυμάμαι καλά, είπε και ένα «κυρία μου». Και μετά έπεσε πάνω μου και μου τράβαγε τα μαλλιά. Το τραύμα που λέγαμε, μόνο που το έπαθα εγώ. O μπαμπάς της δεν είπε τίποτα, αλλά καταρρακώθηκε. Και τότε κατάλαβα ότι το βασικό μας πρόβλημα δεν ήταν το παιδί, αλλά οι ενοχές του.
Ένοχος
Αυτές ήταν που τον έκαναν να μην μπορεί να πει «όχι» στη μικρή όταν απαιτούσε άλλο φαγητό από αυτό που αρχικά είχε παραγγείλει στο εστιατόριο. Που δεν τη μάλωνε όταν έκοβε τα σεντόνια για να φτιάξει φουστανάκια για τις κούκλες, όταν έκρυβε τις κροκέτες μπακαλιάρου στις ντουλάπες και όταν στρίγκλιζε ότι ήθελε κι άλλο παγωτό. Που τον έκαναν να τρέχει στις έξι το πρωί από το Χαλάνδρι στη Νίκαια, για να αγοράσει ασπιρίνες στη μαμά της μικρής, που είχε πονοκέφαλο. Να μην μπορεί να πει «όχι» όταν του ανακοίνωναν το καλοκαιρινό, πασχαλινό και χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα διακοπών του τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της μικρής. Να υποχωρεί στις απειλές της πρώην για δικαστική επιμέλεια του παιδιού και να κάνει οποιονδήποτε συμβιβασμό για να μην τη χάσει. Να κάνει δηλαδή το χειρότερο τελικά, όχι μόνο για το παιδί, για εκείνον, για την πρώην του, αλλά και για μένα, που κανείς δεν σκέφτηκε πως όλα αυτά δεν με αφορούσαν στο ελάχιστο.
Η γνώμη μου, οι απαιτήσεις και οι ανάγκες μου δεν μετρούσαν καθόλου. Αφενός εγώ δεν ήξερα, καθότι δεν ήμουν μάνα ούτε πατέρας ούτε μου είχαν στερήσει το παιδί μου ούτε το μεγάλωνα μόνη κι από μακριά, αφετέρου, εφόσον η μικρή ήταν η νούμερο ένα προτεραιότητα στη ζωή του Αντώνη, έπρεπε να έχει προτεραιότητα και στη δική μου ζωή. Αν ήθελα να είμαστε μαζί.
Oι φίλες μου και οι φίλες του μου έλεγαν πως όλα θα άλλαζαν και θα επερχόταν ισορροπία όταν θα κάναμε δικό μας παιδί. Μου το επιβεβαίωνε η μαμά του, που μάλιστα μου είχε παραγγείλει αγόρι, καθότι είχε ήδη τέσσερις εγγονές -ο Αντώνης έχει αρκετά αδέλφια- και είχε πήξει να αγοράζει ροζ κοκαλάκια μαλλιών. Μάλιστα. Για να αρχίσει να συμπεριφέρεται ο Αντώνης ανθρώπινα, εγώ έπρεπε να κάνω παιδί. Το σκέφτηκα για λίγο, ομολογώ. Κυρίως, επειδή η μικρή μού είχε ξυπνήσει μητρικά ένστικτα. Δεν βρήκα όμως κανέναν πραγματικά σοβαρό λόγο να κάνω παιδί μαζί του. Το αντίπαλο δέος σίγουρα θα ήταν ο πιο γελοίος από τους λόγους.
Η μικρή, άθελά της, είχε όντως μπει ανάμεσα στον Αντώνη και σ' εμένα. Αυτό φάνηκε καθαρά στις αρχές του καλοκαιριού. Και τότε, για να προλάβω το κακό, έξυσα την πληγή «καλοκαιρινές διακοπές». Ρώτησα λοιπόν πού, πότε και κυρίως πόσοι θα πηγαίναμε σ' αυτές τις διακοπές. Τα δεδομένα ήταν τα εξής: O παιδικός σταθμός έκλεινε για καλοκαίρι και η μικρή έπρεπε κάπου να πάει, «να μη χάσει τα μπάνια του το παιδί». Εγώ είχα άδεια τον Αύγουστο. Η μαμά του Αντώνη είχε άδεια τον Ιούλιο.
Η μαμά της πρώην του Αντώνη δεν ήταν διαθέσιμη, την είχαν πεθάνει στο μπέιμπι σίτινγκ όλο το χειμώνα, οπότε θα πήγαινε τρίμηνες διακοπές. Η πρώην του Αντώνη είχε όλο το καλοκαίρι άδεια, καθότι άνεργη. Αλλά δεν ήξερε ακόμα πού θα πήγαινε. Το ίδιο κι η αδελφή της. Βασικά, δεν ήξερε με ποιον boyfriend θα πήγαινε, οπότε δεν την υπολογίζαμε. O Αντώνης γενικώς δεν ήξερε τίποτα, περίμενε από τις άλλες να αποφασίσουν. Και αποφάσισαν: διακοπές όλοι μαζί τον Αύγουστο. «Όλοι μαζί» σήμαινε εγώ κι ο Αντώνης σε ένα μπανγκαλόου. Η μαμά της μικρής στο διπλανό μπανγκαλόου, με το δικό της boyfriend.
Oι δύο γιαγιάδες στο τρίτο μπανγκαλόου, εναλλάξ, δεκαπέντε μέρες η μία, δεκαπέντε η άλλη. Και το παιδί μπαλάκι γύρω γύρω από τα μπανγκαλόου. Στο μεταξύ θα ερχόταν για 15 μέρες και ο αδελφός του Αντώνη με τις δικές του κόρες (χωρισμένος κι εκείνος) και θα έμεναν -μάντεψε!- στο δικό μας μπανγκαλόου, που ήταν και το πιο μεγάλο. Η μοναδική αυτή λύση βρέθηκε μετά από υποχωρήσεις και δυσφορίες απ' όλους τους ενδιαφερόμενους που απάρτιζαν τη μεγάλη, χαρούμενη οικογένεια του Αντώνη, αλλά που δεν ήταν η δική μου οικογένεια. Αυτό που ήξερα εγώ όμως ήταν πως αυτές οι διακοπές ήταν και δικές μου.
Κι επειδή ούτε τόσο Ευρωπαία είμαι ούτε έχω κάνει τέσσερα χρόνια γιόγκα και όσο να 'ναι τα νευράκια μου τα έχω, τη μέρα της αναχώρησης κούνησα το μαντίλι στη ζεν οικογένεια, που απέπλευσε από τον Πειραιά προς τα μπανγκαλόου, μπήκα στο διπλανό καράβι και πήγα σ' ένα εντελώς διαφορετικό νησί, όπου όμως με περίμενε η δική μου οικογένεια, δηλαδή η αδελφή μου κι οι φίλες μας.
Όπως καταλαβαίνεις, με τον Αντώνη δεν τα ξαναβρήκαμε. O λόγος του χωρισμού ήταν τα παιδιά. Ή μάλλον, η αδυναμία του να χειριστεί οποιαδήποτε κατάσταση αφορούσε τα παιδιά, είτε υπήρχαν ήδη είτε επρόκειτο να έλθουν στο μέλλον. Εν ολίγοις, ο Αντώνης ήταν και θα ξαναγινόταν πολύ κακός πατέρας, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να χειριστεί απολύτως τίποτα, ούτε το παιδί του ούτε τις ενοχές του ούτε την πρώην του ούτε την οικογένεια της πρώην του, ούτε καν τις διακοπές μας. Φυσικά, ούτε εμένα και τις ανάγκες μου. Αλλά κυρίως ούτε τον ίδιο του τον εαυτό.
Το γεγονός ότι ένας άντρας είναι ήδη πατέρας υποσυνείδητα σου επιβεβαιώνει ότι μπορεί να γίνει πατέρας και για το δικό σου παιδί. Δεν φταις εσύ, δολοπλοκία της μητέρας φύσης είναι. Όμως, παρατήρησε προσεκτικά μήπως δεν είναι όσο καλός πατέρας φαίνεται με την πρώτη. Το να παίζει με το παιδί του και να του αγοράζει δώρα δεν σημαίνει ότι καλύπτει τις ψυχικές ανάγκες του ή ότι το βοηθάει να αντιμετωπίσει τη νέα οικογενειακή του κατάσταση σωστά.