Αρχαιοκάπηλοι από την υψηλή κοινωνία υπεράνω πάσης υποψίας

archaiokapiloi-apo-tin-ypsili-koinonia-yperano-pasis-ypopsias

Είναι φυσικό, ένας γιος να υπερασπίζεται τη μνήμη του πατέρα του. Και είναι επίσης θεμιτό, να αφήνουμε τους νεκρούς να αναπαύονται εν ειρήνη. Όμως η προσπάθεια αγιοποίησης του Νικολά Κουτουλάκη, του μεγαλύτερου έλληνα εμπόρου αρχαιοτήτων που διακίνησε επί μισόν αιώνα χιλιάδες αρχαία αμφισβητούμενης προέλευσης (όπως κομψά ονομάζονται οι αρχαιότητες που είναι προϊόντα αρχαιοκαπηλίας), είναι μια πρόκληση που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Ιδιαίτερα δε, όταν δίπλα στην προσπάθεια κοινωνικού «ξεπλύματος» -που θυμίζει το «ξέπλυμα» των παράνομων αρχαιοτήτων- διατυπώνονται απόψεις που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα.

Ο Νικολά Κουτουλάκης έζησε πράγματι μια μυθιστορηματική ζωή, αυτός, ένα φτωχόπαιδο από τις Αρχάνες, που έφτασε να συναναστρέφεται με τον Καζαντζάκη και τον Πικάσο και να προμηθεύει τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και τους συλλέκτες με ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησε μεταπολεμικά στη διεθνή -νόμιμη και παράνομη- αγορά αρχαιοτήτων. Γνωστός στην Κρήτη με το παρατσούκλι «Γάλλος» λόγω της γαλλικής του παιδείας και της γκαλερί που είχε στο μεταπολεμικό Παρίσι, ο Κουτουλάκης μαθήτευσε δίπλα στον ευεργέτη του αρχαιοπώλη-αρχαιοκάπηλο θείο του Μανώλη Σεγρεδάκη και κληρονόμησε τη συλλογή του για να γίνει μέσα σε λίγα χρόνια η πλέον εμβληματική μορφή στο παγκόσμιο εμπόριο αρχαιοτήτων.

Αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο γιος του Μανώλης, ο Κουτουλάκης δεν σταμάτησε την αμφιλεγόμενη δράση του τη δεκαετία του '70, όταν ψηφίστηκε η πρώτη διεθνής σύμβαση που απαγόρευε την αγοραπωλησία λεηλατημένων αρχαιοτήτων. Συνέχισε τη «συνεργασία» του με τους επίσης αμφιλεγόμενους εμπόρους αρχαιοκάπηλους όπως ο Μπομπ Χεκτ και ο Ρόμπιν Σάιμς και γέμισε τις προθήκες των μεγάλων ξένων μουσείων με άγνωστης προέλευσης αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής -και όχι μόνο- τέχνης. Το 1978 μετέφερε μέρος του θησαυρού του σε αποθήκες στη Γενεύη, στον χώρο του λεγόμενου FREE PORT, όπου δεν εφαρμοζόταν η συνθήκη της UNESCO και επικρατούσε ασυδοσία. Οι περιπτώσεις εμπλοκής του σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας είναι πάμπολες, αλλά θα περιοριστούμε σε ορισμένες ενδεικτικά.

Έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τότε που ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής υποδέχτηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας τις λεηλατημένες ελληνικές αρχαιότητες που επαναπατρίστηκαν από το Μουσείο Getty. Το απαστράπτον χρυσό μακεδονικό στεφάνι μαγνήτισε τα βλέμματα όλων, επισκιάζοντας την μαγευτική αρχαϊκή κόρη που έστεκε αγέρωχη και επιβλητική δίπλα στους επισήμους. Η κόρη πουλήθηκε στο μεγαλύτερο ιδιωτικό αμερικανικό μουσείο από τον γνωστό από την υπόθεση της Σχοινούσας, Ρόμπιν Σάιμς, όμως ο άνθρωπος που τη διακίνησε και την έδωσε στον βρετανό αρχαιοπώλη ήταν ο Νικολά Κουτουλάκης. Το αποκάλυψε ο ίδιος ο Σάιμς στις ιταλικές ανακριτικές αρχές, σε κατάθεσή του η οποία είναι στη διάθεση του «7».

Οι ιταλοί κατέσχεσαν στο «Free Port» έγγραφα που αποδεικνύουν την ανάμειξη του «Γάλλου» στη συναλλαγή, καθώς και σειρά φωτογραφιών που ελήφθησαν μέσα «στη σπηλιά του Αλή Μπαμπά» με τους κρυμμένους θησαυρούς. Στις φωτογραφίες, η κόρη απεικονίζεται πριν από τη συντήρησή της, με εμφανή τα ίχνη της λαθρανασκαφής, με τα χαρακτηριστικά φρέσκα σπασίματα από την αξίνα του αρχαιοκάπηλου που τη βεβήλωσε. Τα στοιχεία αυτά και ιδίως η ανάμειξη του Ελληνα Κουτουλάκη στην παράνομη διακίνησή της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις του ΥΠΠΟ με το Μουσείο, που αμφισβητούσε μέχρι την τελευταία στιγμή την ελληνική της προέλευση. Αυτή ήταν ίσως η μόνη θετική συμβολή -έστω και άθελά του, μετά θάνατον- του Νικολά Κουτουλάκη, στο παλίμψηστο της ελληνικής τέχνης και ιστορίας που τόσο παραδόπιστα βίασε.

Το «Ευαγγέλιο του Ιούδα»


Στις αρχές του 21ου αιώνα ήρθε στο φως ένα συνταρακτικό «αιρετικό» χειρόγραφο, που σόκαρε θεολόγους και επιστήμονες, πιστούς και απίστους. Το περίφημο «Ευαγγέλιο του Ιούδα», ένας θρυμματισμένος πάπυρος γραμμένος στα κοπτικά που άρπαξαν αρχαιοκάπηλοι από μια κρύπτη στα βάθη της αιγυπτιακής ερήμου το 1978. Κατέληξε στα χέρια του Χάνα Ασάμπιλ, γνωστού στον υπόκοσμο του Καΐρου ως μεσάζοντα αρχαιοκάπηλου ο οποίος ωστόσο δεν γνώριζε το περιεχόμενο και τη σημασία του. Ο Χάνα έδειξε το χειρόγραφο σε μια Ελληνίδα, την Εφη, μια κοκκινομάλλα καλλονή γνωστή και ως Μία, φίλη και συνεργάτιδα του Νικολά Κουτουλάκη που είχε πάει στην Αίγυπτο για να αγοράσει αρχαία. Η Εφη τον έπεισε ότι ένας άγνωστος πελάτης ενδιαφερόταν να ολοκληρωθεί η συναλλαγή, αλλά το ίδιο βράδυ άγνωστοι διέρρηξαν το σπίτι του αιγύπτιου αρχαιοκάπηλου και του έκλεψαν το χειρόγραφο καθώς και άλλες αρχαιότητες.

Ο Κουτουλάκης, αν και ήταν τότε στο Κάιρο μαζί με την Εφη, παρέμεινε στο περιθώριο. Τρία χρόνια μετά, ο Χάνα προσέγγισε τον «Γάλλο» με τη βοήθεια άλλου έλληνα μεσάζοντα (που ζει σήμερα στην Αθήνα και κατέχει άδεια συλλέκτη) και διαπραγματεύτηκε την επαναγορά του απόκρυφου ευαγγελίου. Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε έπειτα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις στο Κάιρο, στο Λονδίνο και τη Γενεύη, όπου τοποθετήθηκε το ευαγγέλιο σε τραπεζική θυρίδα. Τον Κουτουλάκη συνόδευε τότε, ο νεαρός γιος του Μανώλης.

Τον Αύγουστο του 1995, με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, οι ιταλοί καραμπινιέροι άλλαξαν τη μορφή του παγκόσμιου εμπορίου αρχαιοτήτων, εμβληματική μορφή του οποίου ήταν ο Νικολά Κουτουλάκης. Ολα άρχισαν από ένα τροχαίο δυστύχημα κι έναν άσημο τροχονόμο που έκανε καλά τη δουλειά του.

Στην «αουτοστράντα του Ηλιου», έξω από τη Νάπολη, ντεραπάρισε ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο και οι καραμπινιέροι βρήκαν μέσα νεκρό τον οδηγό. Ηταν ο Πασκουάλε Καμέρα, αξιωματούχος των τελωνείων, κάτοικος Ρώμης. Στο ντουλαπάκι του συνοδηγού, ο τροχονόμος βρήκε μία φωτογραφία πολαρόιντ ενός αγάλματος της θεάς Αρτεμης, με εμφανή τα ίχνη της λαθρανασκαφής της. Ειδοποιήθηκε η Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας και αμέσως ο επικεφαλής της υπηρεσίας, ο στρατηγός Ρομπέρτο Κονφόρτι, ζήτησε και πήρε ένταλμα κατ' οίκον έρευνας. Στο σπίτι του Καμέρα βρέθηκαν πενήντα πολαρόιντ φωτογραφίες σημαντικών αρχαιοτήτων και ένας τηλεφωνικός κατάλογος.

Όμως η πλέον σημαντική ανακάλυψη ήταν ένα απλό κομμάτι χαρτί, που πάνω του ο επίορκος τελωνειακός είχε φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα. Ηταν το οργανόγραμμα του διεθνούς κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας το οποίο υπηρετούσε. Ο Καμέρα ήταν ο άνθρωπος-κλειδί στα τελωνεία για να φυγαδεύονται στην Ελβετία οι λεηλατημένες αρχαιότητες που συγκέντρωνε η μαφία. Στην κορυφή του οργανογράμματος ήταν ο αμερικανός αρχαιοπώλης με έδρα το Παρίσι, Ρόμπερτ «Μπομπ» Χεκτ. Δίπλα του, ως βασικός προμηθευτής ήταν ο Ελληνας Νικολά Κουτουλάκης με έδρα το Παρίσι, τη Γενεύη και την Αθήνα με την ένδειξη ότι πουλούσε αρχαιότητες στα μεγάλα αμερικανικά μουσεία. Κάτω από τον Κουτουλάκη, ως μεγάλος αγοραστής, εμφανίζεται ο συλλέκτης Τζορτζ Ορτίζ (Βλ. ρεπορτάζ στο επόμενο δισέλιδο).

Το διεθνές κύκλωμα


Ο Κονφόρτι σε συνεργασία με έναν εμπνευσμένο εισαγγελέα, τον Πάολο Φέρι, άρχισε να ξηλώνει το κύκλωμα. Εκανε εκατοντάδες έρευνες, δεκάδες συλλήψεις και κατασχέσεις δέκα χιλιάδων αρχαιοτήτων που ήταν προϊόντα λαθρανασκαφής και παράνομου εμπορίου. Επίκεντρο του κυκλώματος ήταν η Γενεύη και ο τράνζιτ τελωνειακός χώρος του ελεύθερου λιμανιού της Γενεύης, «Free Port». Η Ιταλία πίεσε την Ελβετία να εγκρίνουν οι δικαστικές αρχές αιτήματα έρευνας, αλλά η διαδικασία ήταν χρονοβόρα. Πέρασαν τρία χρόνια για να γίνουν οι πρώτες έρευνες. Εν τω μεταξύ, ο Κουτουλάκης πέθανε το 1996, ένα χρόνο μετά το δυστύχημα του Καμέρα. Για μία ακόμη φορά, ο πανέξυπνος Κρητικός έμεινε στο απυρόβλητο. Από τις έρευνες των Ιταλών κατηγορήθηκαν δεκάδες έμποροι και μεσάζοντες, 17 από τους οποίους ήδη καταδικάστηκαν. Μεταξύ των κατηγορουμένων, η δίκη των οποίων συνεχίζεται ακόμη και σήμερα στη Ρώμη, είναι ο Μπομπ Χεκτ και η γνωστή μας στην Ελλάδα από την υπόθεση Getty, Μάριον Τρου.

Ομως ο Κουτουλάκης, ακόμη και νεκρός, συνέχισε να βρίσκεται στο προσκήνιο της τέχνης, μέσα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Στον κατάλογο του ανανεωμένου Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, (ΜΕΤ), όπου περιλαμβάνονται πολλά από τα αριστουργήματα τα οποία διακίνησε ο «Γάλλος», εμφανίστηκε και ένα νέο, ύστατο (;) απόκτημα. Μια μινωική λάρνακα από την Κρήτη, που δώρισαν άγνωστοι (!) στη μνήμη του Νικολά και της Μιρέιγ Κουτουλάκη. Ο καθηγητής Γιάννης Σακελλαράκης που έσκαψε με ευλάβεια μια ολόκληρη ζωή την κρητική γη σχολίασε για το «7» το απόκτημα του ΜΕΤ.

«Πρόκειται αναμφίβολα για μινωική σαρκοφάγο του χαρακτηριστικού κιβωτιόσχημου τύπου του 14ου αιώνα π.Χ. Προέρχεται πιθανότατα από την ανατολική Κρήτη και μάλιστα από μια συγκεκριμένη περιοχή όπου συλήθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες θέσεις εκτεταμένα νεκροταφεία. Ενδελεχέστερη έρευνα στο κρητικό μουσείο, στο οποίο βρίσκονται τα υπολείμματα των αρχαιοκαπηλικών συλήσεων, ίσως απολήξει στην χρονική ταύτιση της σύλησης του συγκεκριμένου νεκροταφείου, γεγονός που θα οδηγήσει στην επιστροφή της σαρκοφάγου στην Ελλάδα, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του λεγόμενου θησαυρού από τα Αηδόνια της Κορινθίας».

Την αντίληψη ότι μια αρχαιότητα είναι από μόνη της ως έργο τέχνης αυθύπαρκτη, απογυμνωμένη από το περιβάλλον που τη γέννησε, τον πολιτισμό και την κοινωνία που την παρήγαγε, έντυσε ιδεολογικά ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία των «ορφανών». Σύμφωνα με τον Μοντεμπέλο, μια αρχαιότητα χωρίς προέλευση, (προϊόν αρχαιοκαπηλίας) η οποία προσφέρεται σε ένα μουσείο για αγορά, είναι σαν ένα ορφανό παιδί που ψάχνει οικογένεια. Το Μουσείο έχει υποχρέωση να το υιοθετήσει, να το φροντίσει, να το συντηρήσει και να το παρουσιάσει στο κοινό.

Απέναντι σε αυτή τη θεωρία που κρύβει πάμπολες σκοπιμότητες, βρίσκεται η πλειοψηφία της παγκόσμιας κοινότητας των αρχαιολόγων και την εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά ο καθηγητής Γιάννης Σακελλαράκης.

«Δεν είναι επαγγελματική διαστροφή μια αρχαιολογική ανασκαφή, η ταλαιπωρία κάποιου επιστήμονα για τη διάσωση και των πιο ασήμαντων ιχνοστοιχείων του ιστορικού παρελθόντος ενός τόπου. Ο κάθε ένας απλός αρχαιολόγος δεν είναι βέβαια Ιντιάνα Τζόουνς κι ούτε ψάχνει σώνει και καλά για θησαυρούς. Το κάθε ένα, ακόμη και το ταπεινότερο ανασκαφικό εύρημα είναι για αυτόν θησαυρός γνώσης, ένα μικρό, ίσως, αλλά αψευδές ιστορικό στοιχείο. Ο,τι δεν έχει ανασκαφεί επιστημονικά, είναι λειψό, ακόμη κι αν είναι ένα ακέραιο άγαλμα. Ενα χρυσό στεφάνι, ή μια περίτεχνη χρυσή λάρνακα μπορεί να εκτείθεται, ίσως, οπουδήποτε ως παγκόσμιος καλλιτεχνικός θησαυρός, μόνο όμως η ανακάλυψη τόσων πολλών άλλων συνευρημάτων οδήγησε τον Μανόλη Ανδρόνικο στην ταύτιση του τάφου στην Βεργίνα με ένα πρόσωπο. Στην καταστροφή της ιστορικής μνήμης οδηγεί λοιπόν η οποιαδήποτε αρχαιοκαπηλική σύληση, στην DAMNATIO MEMORIALE, τη σκληρότερη ποινή του ρωμαϊκού δικαίου. Ο Φίλιππος, όπως και κάθε νεκρός που συλείται, θα πέθαινε άλλη μία φορά για πάντα. Τι βαραίνει λοιπόν, τελικά, στην ιστορική αλλά και την κοινωνική πλάστιγγα; Το χρυσάφι, το υλικό κέρδος των ελαχίστων, ή το άυλο των πολλών;»

Πατήρ και υιός


Ο πατέρας Κουτουλάκης ήταν πάντα προσεκτικός (δεν μετέφερε ποτέ ο ίδιος τις αρχαιότητες που αγόραζε, έβαζε τους πωλητές να του τις παραδίδουν στο εξωτερικό), μυστικοπαθής (δεν υπάρχει καμία φωτογραφία του, πλην εκείνης του διαβατηρίου του), εχέμυθος (έλεγε για τις συναλλαγές του «Ni vu, Ni connu», ούτε είδα, ούτε γνωρίζω), πονηρός και γεννημένος έμπορος. Ο Νικολά δεν καταδικάστηκε ποτέ για αρχαιοκαπηλία και έμεινε μια ολόκληρη ζωή στο απυρόβλητο. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον γιο του, που τον διαδέχτηκε στο εμπόριο.

Ο Μανώλης Κουτουλάκης συνελήφθη στις 11 Αυγούστου 1983, στο λιμάνι της Πάτρας από αστυνομικά όργανα, όταν «καταλήφθηκε να κατέχει μέσα στο αυτοκίνητό του 16 αρχαιότητες μυκηναϊκής εποχής, επιμελώς κρυμμένες και ενώ ήταν έτοιμος να τις εξαγάγει στο εξωτερικό κατά την επικείμενη αναχώρησή του με το πλοίο της γραμμής στην Ιταλία», όπως αναφέρει η απόφαση 812 του εφετείου Πατρών, της 29ης Μαΐου 1984. Καταδικάστηκε για αρχαιοκαπηλία, αλλά δεν παρευρέθηκε στη δίκη γιατί είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο αρχαιοκάπηλος ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στα εγκαίνια της συλλογής Στέρη που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, έγραψε δε και εισαγωγή στον σχετικό κατάλογο.

Τη συλλογή αυτή την αγόρασε ο πατέρας του από τα χρήματα που έβγαλε από το εμπόριο αρχαιοτήτων, η νόμιμη προέλευση των οποίων δεν ήταν ποτέ το ισχυρό του χαρτί.

Ο συγχρωτισμός δικαίων και αδίκων, ανύποπτων φιλότεχνων και αρχαιοκάπηλων, αρχαιολόγων, δημόσιων λειτουργών και καταδίκων μέσα στον ιδιόμορφο χυλό της νεοελληνικής πραγματικότητας δεν είναι ποινικό αδίκημα. Είναι όμως θέμα ηθικής τάξης και αποτελεί πρόκληση για όσους -ιδίως τους αρχαιολόγους- πασχίζουν για τη διάσωση της ταυτότητάς μας και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στη διαμάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη, κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος.