Η νέα εκδοχή του West Side Story στο θέατρο

i-nea-ekdochi-tou-west-side-story-sto-theatro

«Ο Τζέρι ήρθε σήμερα στο φτωχικό μου σπίτι και μου ανέφερε ότι που έχει έρθει μία φοβερή ιδέα για το θεατρικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα»


Τα παραπάνω σημείωνε το μακρινό 1949 ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, αναφερόμενος στη γενεσιουργό ιδέα του χορογράφου Τζέρι Ρόμπινς, τη σχετική με το «West Side Story ». Ιδέα που έμελλε να γίνει σκηνική πραγματικότητα μόλις το 1957 και κινηματογραφική το 1961.

Τώρα, 60 χρόνια αργότερα και μετά από χιλιάδες παραστάσεις και δεκάδες διασκευές, ο μύθος επιστρέφει με παγκόσμια περιοδεία που από τις 10 ώς τις 29 Σεπτεμβρίου κάνει στάση και στην Αθήνα, στο θέατρο «Badminton», με τίτλο «West Side story - Original Production». Η αναβίωση της παράστασης έχει την υπογραφή του χορογράφου και σκηνοθέτη Τζο ΜακΝίλι.

Νέος άνθρωπος ο χορογράφος, δηλώνει χαμογελώντας πως δεν θα μπορούσε να είχε παρακολουθήσει την πρώτη παράσταση του έργου, συμπληρώνει όμως πως την είδε τουλάχιστον σε βίντεο.

Την κοπιάρατε;

Η χορογραφία διαφέρει λίγο. Η κίνηση είναι πιο έντονη. Εχοντας δει και την κινηματογραφική ταινία προσπάθησα να πάρω τα καλύτερα και από τις δύο εκδοχές, προσθέτοντας κάτι από την προσωπικότητά μου. Συνυπολογίστε πως τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι διαφορετικά.

Νέο ένδυμα στην ιστορία;

Νέο πνεύμα θα έλεγα. Η νιότη δίνει ενέργεια και πάθος. Η παράσταση δεν μιμείται, είναι ολόφρεσκη.

Και βέβαια η παράσταση εκτός από το θέμα του έρωτα φέρει και εκείνο της μετανάστευσης, αφού η αρχική ιδέα του Ρόμπινς περί εβραίων και καθολικών άλλαξε εν τέλει και οι αντίπαλες συμμορίες στο μιούζικαλ είναι Πολωνοαμερικανοί και Πορτορικανοί.

Ο Τζο ΜακΝίλι επισημαίνει πως στην Αμερική σήμερα ναι μεν δεν υπάρχει πρόβλημα με τους Πορτορικανούς και τους Πολωνούς, αλλά απλώς γιατί έχει μετατεθεί στους Μεξικανούς.

Η μετανάστευση -συμπληρώνει- αποτελεί ακόμα θέμα με τον τρόπο της.

Μα και σ' όλη την Ευρώπη αυτό συμβαίνει.

Ακριβώς, και γι αυτό πιστεύω ότι το "Γουέστ Σάιντ Στόρι" εξακολουθεί να λειτουργεί και γίνεται κατανοητό. Θα υπάρχουν πάντα δύο αντίθετες πλευρές που δεν θα καταλαβαίνουν η μία την άλλη. Το αποτέλεσμα είναι να γεννιέται ο φόβος. Το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθ' εαυτή η μετανάστευση αλλά ο φόβος, που δημιουργεί το μίσος. Που καταλήγει πάντα στη βία. Και να φανταστεί κανείς πως οι μετανάστες δεν κλέβουν τις δουλειές των ντόπιων. Απλώς κάνουν τις δουλειές που κανείς άλλος δεν θέλει. Και, ξέρετε, μπορεί η γενεσιουργός ιδέα του μιούζικαλ να ξεκίνησε από το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", αλλά είναι η κοινωνική του προβολή που το διατηρεί μοντέρνο.

Όταν ξεκινάτε μια δουλειά ψάχνετε για ταλέντα ή για ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες;

Ψάχνω για το πάθος. Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι χορευτές, ικανοί να παίξουν και να τραγουδήσουν, αλλά πάντα ψάχνεις εκείνους που είναι παθιασμένοι. Τους καταλαβαίνεις με την πρώτη ματιά. Για κάθε σόου βλέπω από 700 μέχρι 1.000 χορευτές. Για την παρούσα δουλειά είδα 2.500 χορευτές. Επί εφτά εβδομάδες κάναμε ακροάσεις.

Αγαπάτε τη δουλειά σας;

Λογικό δεν είναι;

Και πότε ζείτε τη ζωή σας;

Κάθε λεπτό. Φυσικά και έχω προσωπική ζωή, όμως όταν παθιάζεσαι με τη δουλειά σου δένει το ένα με το άλλο. Η ζωή μου είναι η τέχνη μου και οι άνθρωποι με τους οποίους εκάστοτε δουλεύω οι άνθρωποί μου.

Κάθε παραγωγή και νέοι φίλοι;

«Ακριβώς, με αποτέλεσμα να γίνεσαι συνεχώς πλουσιότερος».

Εννοείται πως χορεύει και ο ίδιος, άλλωστε από χορευτής ξεκίνησε. Τώρα προγυμνάζεται συχνότατα, ενώ παράλληλα διδάσκει. «Ο χορός -θα πει- είναι κάτι πολύ σκληρό. Είναι εύκολο να τον μισήσεις, αφού, μεγαλώνοντας, το σώμα σου δεν σ' ακολουθεί με την ίδια άνεση, αρχίζει να σε πονάει. Και τότε αντιλαμβάνεσαι πως δεν είσαι πια νέος για να εξακολουθήσεις να κάνεις αυτό που σε έκανε από πάντα ευτυχισμένο. Όμως εγώ χορεύω συνεχώς και ερωτεύομαι ξανά και ξανά τον χορό».

Στα 41 του χρόνια ο ΜακΝίλι, με ιρλανδικές, ισπανικές και γαλλικές ρίζες, έχοντας μεγαλώσει στη Νέα Ορλεάνη (και Κρεολός) ψάχνει τη νέα έμπνευση, το νέο σόου, τους νέους συγγραφείς. Εχοντας ξεκινήσει ως χορευτής στο Μπρόντγουεϊ, έχει χορέψει και σε παραστάσεις όπερας, αλλά, όπως λέει, δεν θα τον ενδιέφερε η «Λίμνη των κύκνων», αφού τον χρειάζονται αλλού, στον χώρο του μιούζικαλ. «Το Μπρόντγουεϊ χρειάζεται τις γνώσεις, το πάθος και τη δύναμη μου» θα πει καταλήγοντας.

Μισό αιώνα πριν


Για να επιστρέψουμε όμως στην ιστορία το 1949, ο Τζέρι Ρόμπινς, συζητώντας σε ανύποπτο χρόνο για την προσωπικότητα του Ρωμαίου με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, ξαναδιάβασε το σεξπιρικό έργο και σκέφτηκε να το μεταφέρει στη νεοϋορκέζικη πραγματικότητα. Έγραψε λοιπόν ένα πρόχειρο σενάριο και εν τέλει κάλεσε στο διαμέρισμά του τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν και τον σεναριογράφο Αρθουρ Λόρενς. Στην πρώτη αυτή συνάντηση ο συνθέτης διαφώνησε κατηγορηματικά με την ιδέα του χορογράφου περί εβραίων και καθολικών, ενώ ο Λόρενς του επιτέθηκε λέγοντας πως δεν επρόκειτο να γράψει το λιμπρέτο για μια «αναθεματισμένη όπερα του Μπέρνσταϊν».

Τελικά ο Λόρενς άρχισε να γράφει τις πρώτες σκηνές του έργου, ενώ συμφώνησε με τον Μπέρνσταϊν ότι το θέμα του δεν θα ήταν θρησκευτικό. Μέχρι εκεί όμως. Οι δυο τους έμελλε να συναντηθούν ξανά, εντελώς τυχαία, στην πισίνα ενός ξενοδοχείου του Μπέβερλι Χιλς, έξι χρόνια αργότερα.

Δύο μήνες μετά είχαν καταλήξει στο κοινωνικό πλαίσιο του μιούζικαλ, παρακολουθώντας τις ένοπλες συγκρούσεις στο Λος Άντζελες μεταξύ Πορτορικανών και λευκών Αμερικανών. Ο Ρόμπινς ενθουσιάστηκε με την ιδέα τους κι έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955, οι τρεις πια συμφώνησαν ότι έπρεπε να πιάσουν δουλειά. Και ως τέταρτος στην ομάδα προστέθηκε ο νεαρός συνθέτης Στίβεν Ζόντχαϊμ αλλά με την ιδιότητα του στιχουργού.

Από εκεί και πέρα άρχισε η περιπέτεια της παραγωγής. Θεωρούνταν απίθανο στην Αμερική της δεκαετίας του '50 να κάνει επιτυχία μια θεατρική παράσταση της οποίας το πρώτο μέρος κατέληγε με δύο νεκρούς επί σκηνής, με αποτέλεσμα το μισό σενάριο να ξαναγραφτεί.

Μετά από ατέρμονες συζητήσεις, διαφωνίες και συμφωνίες που έκλειναν για να μην τηρηθούν τελικά, στην ομάδα προστέθηκαν δυο παραγωγοί φανατικοί με τη δουλειά τους, ο Χαλ Πρινς και ο Ρόμπερτ Γκρίφιθ, που κατάφεραν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό των 350.000 δολαρίων για την παραγωγή. Η πρεμιέρα ορίστηκε για τις 26 Σεπτεμβρίου του 1957 στο «Γουίντερ Γκάρντεν Θίατερ» του Μπρόντγουεϊ.

Η πρώτη παράσταση ωστόσο δόθηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην Ουάσιγκτον. Σημείωνε τότε ο Μπέρνσταϊν: «Η πρεμιέρα χτες βράδυ ήταν ό,τι περιμέναμε. Όλο το τρέξιμο, η αγωνία, οι αναβολές και οι πολλές διορθώσεις του κειμένου άξιζαν τον κόπο».

Η δεύτερη παράσταση στη Φιλαδέλφεια δεν ήταν τόσο επιτυχημένη. Οι κριτικές ήσαν από ψυχρές έως φαρμακερές, αλλά η τετράδα δεν απογοητεύθηκε, συμφωνώντας ότι: «Η Φιλαδέλφεια είναι άθλια πόλη που απλά σιχαίνεται το θέατρο».

Εντέλει δόθηκε και η πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη και οι κριτικές αποδείχθηκαν διχασμένες. Ομως όλοι οι κριτικοί συμφώνησαν ότι το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» ήταν μια από τις πλέον ασυνήθιστες δουλειές που είχαν δει ποτέ στο Μπρόντγουεϊ. Δόθηκαν 734 παραστάσεις, οι δημιουργοί όμως του μιούζικαλ απογοητεύθηκαν όταν στην απονομή των Τόνι, το 1958, πήραν μόνο δύο βραβεία, το ένα για τις χορογραφίες του Ρόμπινς και το δεύτερο για τα σκηνικά του Ολιβερ Σμιθ. Αποζημιώθηκαν όμως όταν η παράσταση μεταφέρθηκε στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, τον Δεκέμβριο του 1958, όπου αποθεώθηκε και η Τσίτα Ριβέρα ως Αννίτα έλαβε διθυραμβικές κριτικές.

Τον Απρίλιο του 1960 το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» επέστρεψε στις ΗΠΑ για εξάμηνες παραστάσεις, ενώ ήδη η United Artists είχε αγοράσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα. Προς στιγμήν κυκλοφόρησαν φήμες, οι οποίες όμως σύντομα διαψεύστηκαν, πως στον κεντρικό ρόλο του Τόνι θα εμφανιζόταν ο Μάρλον Μπράντο. Τελικά τον ρόλο ανέλαβε ο Ρίτσαρντ Μπέιμερ, ως Μαρία εμφανίστηκε η Νάταλι Γουντ και ως Αννίτα η Ρίτα Μορένο.

Ήταν δέκα τα Όσκαρ που απέσπασε η ταινία, που έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών. Παρά όμως τη μοναδική επιτυχία, το θρυλικό ζευγάρι Μπέρνσταϊν και Ρόμπινς δεν θα συνεργαζόταν ποτέ ξανά.