Στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο, στη Φρυνίχου και πάντα στο «Υπόγειο», ο γέροντας με τα λευκά γένια και το αιώνιο τσιγάρο στο χέρι έχει αφήσει την παρακαταθήκη του στη συλλογική μνήμη. Τη μνήμη αυτή ακριβώς ζωντανεύει το Μουσείο Μπενάκη που από την ερχόμενη Πέμπτη, στο κτίριο της οδού Πειραιώς, παραδίδει στο κοινό τον Κάρολο Κουν, μέσα από την έκθεση γιορτή για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του. Οι φωτογραφίες, τα κοστούμια από τις παραστάσεις και οι ζωγραφικές μακέτες από τα σκηνικά, καθώς και οι φρέσκες εκδόσεις θα φέρουν πίσω τον Κουν και το πραγματοποιημένο όνειρό του.
Γιατί ήξερε πως, κάνοντας «θέατρο για την ψυχή μας, για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας», πλούτιζε μαζί και γενιές Ελλήνων που τον ακολούθησαν σε αυτή του την περιπέτεια των δεκαετιών.
Γεννημένος στην Προύσα στις 13 Σεπτέμβρη του 1908, με σπουδές στη Ροβέρτειο της Κωνσταντινούπολης και στη Σορβόννη στο Παρίσι, από το 1929 ήδη, στο Αμερικάνικο Κολλέγιο όπου δίδασκε αγγλικά έδωσε τις πρώτες του σκηνοθεσίες με τους εκεί μαθητές, για να δημιουργήσει το 1934 τη βραχύβια Λαϊκή Σκηνή και για ν' αντισταθεί στη συνέχεια μέσα στην Κατοχή, στα 1942, με τον μόνο τρόπο που ήξερε: ιδρύοντας το Θέατρο Τέχνης.
Ήταν τότε, όπως σημειώνει ο Πλάτωνας Μαυρομούστακος στον τόμο «Το θέατρο στην Ελλάδα 1940-2000», που «εδραιώθηκε οριστικά η μετάθεση εξουσίας από τους πρωταγωνιστές στους σκηνοθέτες», με αποτελέσματα μοναδικά, που φάνηκαν ειδικά στο Υπόγειο της οδού Σταδίου.
Και είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του ιστορικού του ελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη πως «με τον όρο "Θέατρο Τέχνης" δεν πρέπει να εννοούμε τη Σκηνή του και μόνο ή το εσωτερικό της αλλά μαζί και την πλατεία του, το αμφιθέατρο του, το κοινό του, τους φίλους του και τους πιστούς του, όλους μαζί, σ' ένα σύνολο: Το "Θέατρο Τέχνης" είναι μια καλλιτεχνική θρησκεία».
«Θρησκεία» που υπηρετήθηκε επί χρόνια με φανατισμό αφού οι ηθοποιοί που εργάζονταν σε αυτό ήξεραν ότι δεν θα υπήρχε γι' αυτούς συμπλήρωμα στον βιοπορισμό τους από τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση αργότερα. Οσο για το κοινό, υπήρξαν εποχές που οι παραστάσεις στο «Τέχνης» αποτελούσαν γεγονός για τον κάθε θεατρόφιλο. Κι όμως αιωνίως τα οικονομικά πίεζαν τον Κουν. Ετσι, το 1949 αναγκάστηκε να αναστείλει τις παραστάσεις για να τις ξαναρχίσει στο «Υπόγειο» μόλις το 1954.
Στο μεταξύ δούλεψε και στο ελεύθερο θέατρο και στο Εθνικό. Ειδικά με τον Τσαρούχη ο Κουν δούλεψε συχνότατα και στο «Υπόγειο», μάλιστα κάποτε είχε κόψει ο σκηνογράφος πετσετάκια σε χαρτί, που έμοιαζαν τόσο αυθεντικά, ώστε παρασύρθηκε ο Θύμιος Καρακατσάνης και παρ' ολίγο να τα... πλύνει.
Με την ποίηση ταιριασμένη με την πεζή ελληνική πραγματικότητα, ο Κουν έσπρωξε το ελληνικό θέατρο μπροστά, ανεβάζοντας τους νέους συγγραφείς μας και προτείνοντας την πρωτοπορία των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Και ήταν βέβαια αυτός εκείνος που προχώρησε την έρευνα στο αρχαίο δράμα, αφήνοντας πίσω του παραστάσεις θρύλους όπως τους «Ορνιθες» που αναβιώσαν σε γεμάτα θέατρα και φέτος το καλοκαίρι ή τους «Πέρσες» με τον συγκλονιστικό χορό και τη μεγαλειώδη Ατοσσα-Ρένη Πιτακή.
Στις δοκιμές για τους πρώτους στο Ηρώδειο, θυμάται ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος πως, συνεπαρμένος ο Κουν, στην πρόβα παρακάλεσε τους ηθοποιούς: «Οταν πηδάτε, να πέφτετε... σιγά σιγά».
Και βέβαια δεν περικλείστηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε τρεις σκηνές, το Υπόγειο, τη Λαϊκή Σκηνή στο «Βεάκη» (από το 1975 ώς το 1985) και το θερινό «Τέχνης» στην Πατησίων, που δεν υπάρχει πια. Δημιούργησε επίσης το θερινό «Θέατρο Κήπου» Θεσσαλονίκης ενώ παράλληλα οργάνωνε περιοδείες σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα.
Η έκθεση στο Μπενάκη (σε επιμέλεια Λιλής Πεζανού) στόχο έχει να ανιχνεύσει τα βήματα του δημιουργού μέσα στο χρόνο, τις αισθητικές του επιλογές αλλά και τις επιρροές που δέχτηκε. Παράλληλα ετοιμάζεται επιστημονική ημερίδα, σειρά συναυλιών με έργα που γράφτηκαν ειδικά για τις παραστάσεις του «Τέχνης» (από την Ορχήστρα των Χρωμάτων) καθώς και προβολές μαγνητοσκοπημένων παραστάσεων.
Κι ακόμα δύο εκδόσεις: μία θα κυκλοφορήσει από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, αφιερωμένη στη μορφή και στο έργο του Κουν. Στη δεύτερη, που γίνεται σε επιμέλεια του Πλ. Μαυρομούστακου, θα περιλαμβάνεται η παραστασιογραφία (με τις διανομές) και η κριτικογραφία του Θεάτρου Τέχνης.
Τα περίπου 25 κοστούμια και οι 60 μακέτες που θα δούμε φέρουν σημαντικές υπογραφές: Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Μόραλης, Βασίλης και Διονύσης Φωτόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Γιάννης Στεφανέλης κ.ά.