Οι κλασικοί συγγραφείς βιβλίων ξανάρχονται και γίνονται μόδα

oi-klasikoi-syngrafeis-vivlion-xanarchontai-kai-ginontai-moda

Λέγεται πως ο χρόνος ζωής των βιβλίων είναι πλέον ελάχιστος, αφού το πλήθος των εκδόσεων γρήγορα τα διώχνει από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, στα εσωτερικά ράφια τις περισσότερες φορές παρά στις βιβλιοθήκες των ιδιωτών.


Με εξαίρεση τα ευπώλητα, τα υπόλοιπα δύσκολα αντέχουν τα περισσότερα παραπάνω από τρεις μήνες, αρχές καλοκαιριού για να βγει η σεζόν ή Δεκέμβριο για να περάσει ο χειμώνας.

Όμως είναι κάποια άλλα βιβλία που κάθε γενιά οφείλει να τιμήσει, εκείνα που άντεξαν στον χρόνο και γνωρίζουν συνεχώς νέες εκδόσεις, ιδιαίτερα επιμελημένες τις περισσότερες φορές. Οι συγγραφείς τους, νεκροί εδώ και δεκαετίες παραμένουν ενεργοί πυροδοτώντας τη φαντασία και δίνοντας τροφή στον εγκέφαλο. Είναι οι κλασικοί πια, και σε κάποιους από αυτούς και το έργο τους θα εστιάσουμε εδώ.

Με τρεις τόμους επανέρχεται στο προσκήνιο ο Γκιστάβ Φλομπέρ, τους: «Πάθος και αρετή» (μετάφραση Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις «Printa»), «Μπουβάρ και Πεκισέ» (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις «Πόλις») και «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (μετάφραση Π. Α. Ζάννας, εκδόσεις «Ολκός»).

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με συλλογή διηγημάτων που έγραψε ο συγγραφέας από το 1836 ως το 1842, πολλά από τα οποία είναι σχετικά άγνωστα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τρεις είναι οι κατηγορίες στις οποίες μπορούν να διαχωριστούν ιστορικά, φιλοσοφικά και καθαρά αυτοβιογραφικά. Πέρα από τη λογοτεχνική τους αξία, τα πρώιμα αυτά κείμενα αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία ως προς την ιδιοσυγκρασία του ερημίτη συγγραφέα. Είδαν το φως μετά τον θάνατό του, προκάλεσαν αίσθηση και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να ξαφνιάζουν με τη γλαφυρότητα των εικόνων και την ανάγλυφη παρουσίαση της ψυχολογίας των ηρώων.

Στο «Μπουβάρ και Πεκισέ», δύο αντιγραφείς που εργάζονται στο Παρίσι γνωρίζονται τυχαία, δένονται με στενή φιλία και πραγματοποιούν το κοινό τους όνειρο αγοράζοντας ένα αγρόκτημα στη Νορμανδία. Εκεί θα επιδοθούν κατά σειρά στην κηπουρική, στη γεωργία, τη χημεία, την ιατρική, την αστρονομία, την αρχαιολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την πολιτική, τον μαγνητισμό και πάει λέγοντας. Ουσιαστικά το βιβλίο αποτελεί θεώρηση των επιστημών, όπως αυτές εμφανίζονται σε δυο πνεύματα αρκετά διαυγή. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και υπέροχη συσσώρευση γνώσης και κυρίως λαμπρή κριτική όλων των επιστημονικών συστημάτων, έτσι όπως αυτά αντιπαρατίθενται και αλληλοαναιρούνται από τις αντιφάσεις των συγγραφέων, των γεγονότων και των παραδεδεγμένων νόμων. Σίγουρα πρόκειται για το πιο βαθύ αλλά και για το δυσκολότερο έργο του Φλομπέρ.

Τέλος, το «Ταξίδι στην Ελλάδα» αφορά την ελληνική διαδρομή του Φλομπέρ, διαρκούντος του ταξιδιού που έκανε από το 1849 ώς το 1851 στην Ιταλία και στην Εγγύς Ανατολή. Το έργο βρέθηκε στα κατάλοιπά του, ο τόμος περιλαμβάνει φωτογραφίες της πόλης και των μνημείων της, όπως τα είδε ο συγγραφέας το 1851, και βέβαια η περιγραφή είναι απρόσμενη στον σημερινό αναγνώστη. Το απόσπασμα για την Ακρόπολη τα λέει όλα: «Σήμερα, 23 Ιανουαρίου, Πέμπτη, πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη. Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα. Πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων όμως απλωνόταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο.

Σπρώχνοντας την πόρτα της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης. Βγήκα και κοίταξα το θέατρο του Ηρώδη, όταν ένας στρατιώτης ήρθε να μου πουλήσει για δυο δραχμές μια μικρή γυναικεία φιγούρα με τα μαλλιά της ανασηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού. Μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα που την είδα μόνο από πίσω ανέβαινε στο κάστρο».

Πέρασε τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής του στο Αντεν και το Χαράρ ο Αρθούρος Ρεμπό, έχοντας εγκαταλείψει οριστικά την ποίηση το 1873 και προσπαθώντας να κάνει την τύχη του με κάθε τρόπο: εμπορευόμενος καφέ, θυμίαμα, φτερά στρουθοκαμήλου, βαμβακερά υφάσματα, ελεφαντόδοντο, δέρματα άγριων ζώων, όπλα και κυνηγώντας ελέφαντες. Τα γράμματα που έστελνε κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων στη μητέρα του και στην αδελφή του συγκεντρωμένα σ' έναν τόμο με τίτλο «Γράμματα από το Χαράρ» (μετάφραση Απόστολος Καρούλιας, εκδόσεις «Αγρα») φωτίζουν με τον τρόπο τους τον ποιητή που η ενεργητικότητά του τότε μοιάζει απίστευτη αν σκεφτεί κανείς πως ανάμεσα σε άλλα την άνοιξη του 1888 διέσχισε 600 χιλιόμετρα ιππεύοντας επί έντεκα μέρες. Ομως η επιχειρηματική του δραστηριότητα δεν θα στεφθεί με επιτυχία.

Οι επιχειρήσεις του, η μία μετά την άλλη, οδηγούνται σε καταστροφή. Αρρωστος θα επιστρέψει στη Μασσαλία, όπου θα ακρωτηριάσουν το ένα του πόδι, για να πεθάνει εν τέλει με άθλιο τρόπο. Την παραμονή του θανάτου του, ωστόσο, αποδεικνύοντας τη δύναμη της θέλησής του, θα γράψει ένα σημείωμα απευθυνόμενος σε ναυτιλιακή εταιρεία, ζητώντας να του εξασφαλίσει το πέρασμα στο Σουέζ.

Συλλεκτικός κατά μία έννοια είναι ο τόμος με αποσπάσματα από το έργο των Απολινέρ, Βερλέν, Λοτρεαμόν, Μαλαρμέ, Μπερτράν, Μποντλέρ, Νερβάλ και Προυστ. Με γενικό τίτλο «Σκιές στο φως» (σε επιλογή και επιμέλεια της Εφης Κορομηλά, εκδόσεις «Νεφέλη»), αποτελεί καρπό της ατομικής και συλλογικής προσπάθειας των σπουδαστριών του δεύτερου έτους του εργαστηρίου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Οι οκτώ Γάλλοι, θεράποντες του πεζού και της ποίησης, κινούνται στις σκιές του μυστικού, του φανταστικού, του τρομακτικού και του σουρεαλιστικού, φέρνοντας στο φως εικόνες, αισθήσεις και στοχασμούς.

Ημιτελές άφησε ο Κάρολος Ντίκενς, πεθαίνοντας ξαφνικά, το «Μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» (μετάφραση Αθηνά Κακούρη, εκδόσεις «Εστία»). Η πλοκή του εκτυλίσσεται στα περίτεχνα κτίσματα του καθεδρικού του Κλάιστεραμ και στα μεσαιωνικά ερείπια της πόλης, σε κρύπτες και νεκροταφεία, όπου η ατμόσφαιρα βαραίνει από τα μυστικά του παρελθόντος. Αντικείμενο επιβολής του Τζακ Τζάσπερ και τρυφερό λουλούδι μέσα στο ζοφερό αυτό περιβάλλον είναι η μικρή Ροζ Μπαντ. Μια δεκάδα από τους χαρακτηριστικούς αλλόκοτους τύπους που συνήθως ζωντάνευε ο συγγραφέας θα εμπλακούν στην υπόθεση μιας εξαφάνισης με δραματικό αντίκτυπο, όπου όμως δεν λείπουν τα κωμικά επεισόδια και οι ανατροπές.

Το τέλος του μυθιστορήματος χάθηκε, περιέργως πώς, μαζί με τον Ντίκενς. Και είναι παράδοξο αυτό, αφού συνήθως κατά κανόνα κατέστρωνε όλα τα έργα του κρατώντας εξ αρχής λεπτομερείς σημειώσεις για ό,τι θα συνέβαινε σε κάθε κεφάλαιο, από το πρώτο ως το τελευταίο. Υποτίθεται βέβαια πως ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί στη βασίλισσα Βικτωρία το φινάλε της ιστορίας, το οποίο όμως και εκείνη πήρε μαζί της στον τάφο. Ετσι ο αναγνώστης καλείται να το διαβάσει και να το κλείσει όπως ο ίδιος προτιμά.

Υπέρ ή κατά του θεσμού της δουλείας είναι εν τέλει ο «Μπενίτο Σερένο» του Χέρμαν Μέλβιλ (μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις «Αγρα»); Η νουβέλα, γραμμένη το 1855, λίγο μετά τον «Μόμπι Ντικ», κάποια στιγμή δίχασε τους κριτικούς, ενώ οι ψυχραιμότεροι ανάμεσά τους θεώρησαν ότι απλώς η ιστορία ανιχνεύει την ανθρώπινη έκπτωση και δεν ασχολείται διόλου με το φυλετικό ζήτημα.

Οι ίδιοι επίσης μίλησαν για «ακραία πυκνότητα και τελειότητα της φόρμας». Κατά την πλοκή, ο καπετάνιος Αμεσάι Ντιλέινο πλησιάζει το ακινητοποιημένο στον ωκεανό πλοίο του Μπενίτο Σερένο για να προσφέρει τη βοήθειά του. Στο πλοίο του Σερένο όμως έχει σημειωθεί ανταρσία από τους σκλάβους. Με θαυμαστό τρόπο ο Μέλβιλ μετατοπίζει το κέντρο βάρους της νουβέλας κι αφήνει τον αφηγητή να περιγράφει αυτά που βλέπει ή ακόμα κι αυτά που δεν μπορεί να δει. Εν κατακλείδι, ο Ντιλέινο είναι ένας ακόμα από τους ήρωες του Μέλβιλ που η αθωότητά τους τους εμποδίζει να αντιληθφούν το κακό στο οποίο εκτίθενται.