Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ: Τιτάνας για όλες τις τέχνες

robert-rauschenberg-titanas-gia-oles-tis-technes

Η Αμερική έχασε τον τελευταίο σπουδαίο εικαστικό καλλιτέχνη της. Ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ πέθανε την νύχτα της περασμένης Δευτέρας σε ηλικία 82 ετών. Δικαίως οι «New York Times» τον αποχαιρετούν με τη φράση «Ο Τιτάνας της αμερικανικής τέχνης είναι νεκρός». Και αναφέρονται σ' αυτόν ως τον δημιουργό που επηρέασε όσο λίγοι την τέχνη του 20ού αιώνα, δίνοντας νέο νόημα στη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη φωτογραφία μέσα από έργα-ορόσημα του μεταπολεμικού μοντερνισμού.

Ζωγράφος, φωτογράφος, χαράκτης, χορογράφος, σκηνογράφος, περφόρμερ, συνθέτης, κορυφαίος εκπρόσωπος της αβάν-γκαρντ και των πιο ανατρεπτικών κινημάτων της εποχής του, ώθησε την τέχνη πέρα από τα παραδοσιακά της όρια, αψηφώντας τη συντηρητική άποψη που περιόριζε τον καλλιτέχνη στη χρήση ενός μέσου ή μιας τεχνοτροπίας.

Ακολουθώντας τη γόνιμη κληρονομιά του ντανταϊστικού και του σουρεαλιστικού κινήματος και καλλιτεχνών όπως οι Μαρσέλ Ντισάν, Κουρτ Σβίτερς, Τζόσεφ Κόρνελ, κατάφερε επίσης να προχωρήσει την αμερικανική τέχνη πέρα από την κυριαρχία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού του '50, ενώ η τέχνη του αποτέλεσε και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ καλλιτεχνών όπως ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ με την επόμενη γενιά της ποπ και της εννοιολογικής τέχνης. Ο κορυφαίος ομότεχνός του, Τζάσπερς Τζόουνς, είχε διαπιστώσει από νωρίς τη σπουδαία καλλιτεχνική προσφορά του λέγοντας: «Κανένας Αμερικανός καλλιτέχνης δεν επινόησε και δεν προσέφερε περισσότερα στην τέχνη όσο ο Ράουσενμπεργκ».

Στα περισσότερα έργα του συνδύασε τη ζωγραφική με τα ready mades, επεκτάθηκε στον χώρο με τρισδιάστατες εγκαταστάσεις, εικονογράφησε την «Κόλαση του Δάντη», παρουσίασε ανατρεπτικά κολάζ αξιοποιώντας ετερόκλητα αντικείμενα: εφημερίδες, σύρματα, μπουκάλια, υφάσματα και πόρτες, ταριχευμένα πουλιά και ρόδες αυτοκινήτων. Αν και η δυναμική χρωματική του γκάμα κινήθηκε γύρω από το κόκκινο, το καφέ και το πράσινο, θρυλική είναι και η σειρά με τους «Λευκούς πίνακες» που παρουσίασε στις αρχές της δεκαετίας του '50 για να διερευνήσει την προκλητική λευκότητα μιας επιφάνειας σε ρόλο οθόνης, στην οποία θα μπορούσε κάποιος να προβάλει σκιές και διαφόρων ειδών αντικείμενα. Η «λευκή χειρονομία» του Ράουσενμπεργκ προκάλεσε τον θαυμασμό του πρωτοποριακού συνθέτη Τζον Κέιτζ. Αποκάλεσε μάλιστα τους «Λευκούς πίνακες» του φίλου του «αεροδρόμια για τα φώτα, τις σκιές και τη σκόνη» και εμπνεύστηκε την περίφημη σύνθεσή του «4' 33''», όπου ένας πιανίστας κάθεται μπροστά στο πιάνο χωρίς να παίζει νότα.

Από τα πιο διάσημα έργα του είναι το «Κρεβάτι», όπου η ζωγραφική συνομιλεί με τα υπολείμματα ενός πασαλειμμένου με χρώματα παπλώματος κι ενός μαξιλαριού, το κολάζ «Canyon», με τον τεράστιο ταριχευμένο αετό να κυριαρχεί με ορθάνοιχτα φτερά μπροστά σε μια σύνθεση ετερόκλητων υλικών, και το «Monogram», μια αλλόκοτη σύνθεση στην οποία κυριαρχεί μια μαλλιαρή κατσίκα ανγκόρα.

Ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου στο Πορτ Αρθουρ του Τέξας, μια μικρή βιομηχανική πόλη όπου «ήταν πανεύκολο», σύμφωνα με τον ίδιο, «να μεγαλώσεις χωρίς να αντικρίσεις ποτέ έναν πίνακα ζωγραφικής». Η οικογένειά του ζούσε τόσο φτωχικά που η μητέρα του έφτιαχνε πουκάμισα από ρετάλια. Στα χρόνια που ακολούθησαν σπούδασε στο Μπλακ Μάουντεν Κόλετζ με δάσκαλο τον Γ. Αλμπερς και αργότερα στο Αρτ Στιούντεντς Λιγκ της Νέας Υόρκης και στο Παρίσι. Υστερα από τη μακρόχρονη περιπλάνησή του στην Ιταλία, το Παρίσι και το Μαρόκο, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη.

Το 1964 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στην Μπιενάλε της Βενετίας. Εξέθεσε στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και συνεργάστηκε με κορυφαίους συναδέλφους από όλο το φάσμα των τεχνών, όπως και με τους χορογράφους Μερς Κάνινγχαμ και Τρίσα Μπράουν.

Τα τελευταία χρόνια, που δεν μπορούσε να ταξιδεύει, ζούσε στο παραθαλάσσιο σπίτι ενός μικρού νησιού στον κόλπο της Φλόριντα. Από τη στιγμή που έγινε πλούσιος, ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και οργανισμούς για τις γυναίκες, τα παιδιά, την ιατρική έρευνα και το Δημοκρατικό Κόμμα. Μία από τις αγαπημένες του δηλώσεις για την τέχνη ήταν και η εξής: «Ο,τι κι αν κάνεις πρέπει να προσβάλλεις και να επιτίθεσαι στις αισθητικές αξίες κάποιου άλλου».