Η προτελευταία μέρα προβολής ταινιών στο διαγωνιστικό τμήμα ξεκίνησε στις 8.30 το πρωί με την ταινία “Η Μετανάστης” του Τζέιμς Γκρέι, ο οποίος βρίσκεται στο διαγωνιστικό των Καννών για 4η φορά από το 200,0 όταν ντεμπούταρε με το θρίλερ "The Yards". Η ταινία του Γκρέι που περιμέναμε με κάποιο ενδιαφέρον εξαιτίας της πλοκής και των πρωταγωνιστών της, δεν μπόρεσε να μας αγγίξει απόλυτα, αλλά με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε πως θα είναι η μεγάλη εμπορική επιτυχία του σκηνοθέτη, που θα του φέρει την ευρεία αναγνώριση και προφανώς αρκετά έσοδα.
Η γνωριμία του 44χρονου αμερικανού σκηνοθέτη με το ευρύ κοινό έγινε κυρίως μέσα από το ρομαντικό δράμα "Two Lovers" που όσοι έχετε δει θα θυμάστε τον ταραγμένο και κοινωνικά αδέξιο νεαρό με τάσεις αυτοκτονίας (ο ρόλος ανήκει και πάλι στον Γιοακίμ Φοίνιξ), δεμένο με τους γονείς του, που τελικά ερωτεύεται το κορίτσι του γείτονα του (Γκουίνεθ Πάλτροου), σε μια παράλογη ιστορία έρωτα και μοναξιάς.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας που είδαμε χθες στις Κάννες είναι εξίσου ταραγμένος στο μυαλό αλλά όχι ντροπαλός και κοινωνικά αδέξιος. Διευθύνει ένα καμπαρέ κάπου μεταξύ 1920-1930 στη Νέα Υόρκη, εκεί που θα συναντήσει δύο αδελφές έξω από το λιμάνι, που μόλις έχουν καταφθάσει ρακένδυτες από τη Πολωνία. Η μία, η Μάγδα, είναι σοβαρά άρρωστη και τίθεται σε απομόνωση για νοσηλεία. Λεφτά δεν υπάρχουν και η Εύα θα αποδεχθεί το στυγνό εκβιασμό του Μπρούνο για να εργαστεί στο καμπαρέ, ταυτόχρονα με κάποιου άλλου είδους εξυπηρετήσεις προς τους πελάτες.
Η ωραία Μάγδα, την οποία υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ, με πόνο ψυχής θα υποδυθεί αυτόν το ρόλο (Όλα για την Αδελφή μου). Ο Μπρούνο θα την ερωτευτεί, το ίδιο θα συμβεί και με έναν νεαρό κομεντιέν του καμπαρέ, έτσι λοιπόν το ιστορικό δράμα θα πάρει τις κλασικές γνωστές διαστάσεις μιας διαμάχης για το ποιος θα είναι ο κατακτητής «Αδάμ» για την μοιραία Εύα.
Πρόκειται για ένα φιλμ βγαλμένο απ' το Χόλιγουντ ακόμα κι αν πρόκειται για ιστορικό δράμα, με όλα τα αρνητικά που μπορεί να συνοδεύουν αυτή την εξέλιξη. Επειδή γνωρίζουμε την σκηνοθετική οπτική του Γκρέι, αρχίζουμε να αμφιβάλουμε αν αυτό το έργο έγινε όπως ακριβώς το ήθελε ή επηρεάστηκε από μια διαφορετική αισθητική που επιβάλλει μια συγκεκριμένη φόρμα, από τους διαλόγους μέχρι το κτίσιμο των χαρακτήρων.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ βρέθηκε μακριά και έξω από τις συνήθεις ισχυρές-επιβλητικές της ερμηνείες. Ίσως ευθύνεται η σκηνοθετικά αμήχανη απεικόνιση που την ήθελε σε όλο το φιλμ να κινείται πάνω στην ίδια βάση. Δηλαδή να είναι σκυθρωπή, λιγομίλητη, φοβισμένη, χωρίς καμία έκρηξη, χωρίς πάθος και ένταση.
Αντίθετα, ο Γιοακίμ Φοίνιξ παρουσιάστηκε με αυτή τη διπολική ταυτότητα που είχε και στο "Two Lovers" και στο "We own the night" και σαφώς και στο "The Master" του Άντερσον. Υπήρχαν στιγμές που κράταγε πάνω του το έργο ακόμα και όταν ήθελε να εμφανιστεί ως αδίστακτος και κτητικός.
Αλλά αυτός ο Γκρέι μετά από τόσα χρόνια και δεν έχει καταφέρει να φτιάξει μια ταινία χωρίς προβλήματα στους διαλόγους. Από τη σκηνή που οι δύο αδελφές καταφθάνουν στην Αμερική μέχρι και την τελευταία σκηνή βρεθήκαμε να ακούμε κάποιες ατάκες απίστευτα αδύναμες και σαφώς μη ρεαλιστικές.