Alexander Rodchenko, ο φωτογράφος από άλλη διάσταση

alexander-rodchenko-o-fotografos-apo-alli-diastasi

Όταν ο Alexander Rodchenko, ήδη καταξιωμένος ζωγράφος και γλύπτης, έπιασε πρώτη φορά μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια του στις αρχές της δεκαετίας του '20, είχε αποφασίσει ότι η ζωγραφική έχει πεθάνει.

Μέσα στον πυρετό της σοβιετικής επανάστασης και στον ενθουσιασμό για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, η φωτογραφία θεωρούνταν η τέχνη του μέλλοντος και η φωτογραφική μηχανή εργαλείο του νέου ανθρώπου. «Θέλω να πάρω απίστευτες φωτογραφίες που δεν έχουν τραβηχτεί ποτέ, φωτογραφίες που είναι απλές και ταυτόχρονα περίπλοκες, τόσο αληθινές που θα είναι η ίδια η ζωή, που θα αφήσουν έκθαμβο τον κόσμο. Πρέπει να το επιτύχω ώστε η φωτογραφία να αρχίσει να θεωρείται μορφή τέχνης», έγραφε αργότερα.

Οι καιροί απαιτούσαν την εγκατάλειψη των «καλών» τεχνών υπέρ μίας αντίληψης της τέχνης στην υπηρεσία της κοινωνίας και της επανάστασης. Ο Alexander Rodchenko, θερμός υποστηρικτής των Μπολσεβίκων, πίστευε ότι θα εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό με τις τολμηρές γωνίες που άρχισε να χρησιμοποιεί στις φωτογραφίες του και που επηρέασαν γενιές καλλιτεχνών: ήθελε να ενθαρρύνει έτσι ένα νέο τρόπο για να βλέπουν οι συμπατριώτες του τα πράγματα.

Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι το σοβιετικό καθεστώς, που δεν ήταν γνωστό για την πρωτοποριακή του αντίληψη στην τέχνη, δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Ο Alexander Rodchenko εξοστρακίστηκε, καθώς το κόμμα στράφηκε από την αβανγκάρντ, που την θεωρούσε διανοουμενίστικη και αστική, στον ιδεολογικώς ορθό σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Η έκθεση «Alexander Rodchenko: Επανάσταση στη Φωτογραφία» στην γκαλερί Χέιγουαρντ του Λονδίνου (μέχρι τις 29/4) παρακολουθεί την πορεία του φωτογράφου Alexander Rodchenko από την άνοδο στην πτώση μέσα σε δύο δεκαετίες.

Στην πρώτη αίθουσα παρουσιάζονται τα φωτομοντάζ του καλλιτέχνη. Αποκόμματα από φωτογραφίες και κείμενα εφημερίδων συνδυάζονται με γραφικά και πρωτότυπες φωτογραφίες για να συνθέσουν εξώφυλλα προπαγανδιστικών περιοδικών, διαφημιστικά πόστερ για κινηματογραφικές ταινίες, την εικονογράφηση βιβλίων του φίλου του και ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.

Από τα πιο αναγνωρίσιμα, τουλάχιστον για το νεαρό κοινό της έκθεσης, το διαφημιστικό πόστερ που έφτιαξε για τον κρατικό εκδοτικό οίκο και το οποίο αντέγραψαν οι Φραντς Φέρντιναρντ για το εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ τους.

Το φωτομοντάζ ήταν η γέφυρα του Alexander Rodchenko από τη ζωγραφική στη φωτογραφία. Η νέα εποχή απαιτούσε νέες οπτικές γωνίες και η καινούρια τεχνολογία της θρυλικής «Λάικα» επέτρεπε στο φωτογράφο να την παίρνει μαζί του όπου θέλει και να φωτογραφίζει από γωνίες που παλιότερες μηχανές δεν του επέτρεπαν.

Μερικές από τις πιο ανθρώπινες φωτογραφίες του δείχνουν τους αγαπημένους του ανθρώπους: η γυναίκα του, Βαρβάρα Στεπάνοβα, καπνίζει και χαμογελά, η ηλικιωμένη μητέρα του προσπαθεί να διαβάσει κρατώντας τον ένα φακό από τα γυαλιά της, η μικρή κόρη του κάνει μπάνιο κλείνοντας το ένα της μάτι με τα χέρια της. Οι φωτογραφίες όμως που θα γίνουν πιο γνωστές είναι αυτές που τραβάει από περίεργες γωνίες. «Οι πιο ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες είναι από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα πάνω», έλεγε.

Πράγματι, φωτογράφισε πρόσωπα παιδιών σχεδόν ξαπλωμένος στο έδαφος από κάτω τους - το αποτέλεσμα απέχει από το ορθόδοξο πορτρέτο και εξόργισε τις αρχές, που το θεώρησαν απόπειρα παραμόρφωσης της εικόνας της χαρούμενης κομμουνιστικής νεολαίας. «Οι νέοι μας πρέπει να κοιτούν μπροστά, προς το μέλλον, και όχι πάνω, όπως φαίνονται στις φωτογραφίες του συντρόφου Alexander Rodchenko», είχαν πει τότε.

Για τη λαμπρή πορεία του φωτογράφου ήταν η αρχή του τέλους. Οι δουλειές που του ανέθεταν ήταν όλο και λιγότερες και αναγκάστηκε να στραφεί στο φωτορεπορτάζ. Αναγκάστηκε δε να περιοριστεί σε γυμναστικές επιδείξεις και στρατιωτικές παρελάσεις.

Προς το τέλος της πορείας του, με την απογοήτευση ενός ανθρώπου που έχει δει τον κόσμο του να γκρεμίζεται και το σύστημα στο οποίο πίστεψε να τον προδίδει, φωτογραφίζει τα μπαλέτα Μπολσόι και το Τσίρκο της Μόσχας. Το 1937 έγραφε: «Ο άνθρωπος είναι πολύ μόνος τώρα, όλοι τον έχουν ξεχάσει εντελώς». Η φήμη του τελικά αποκαταστάθηκε μετά το θάνατό του το 1956, με τη βοήθεια των εκθέσεων που διοργάνωσε η γυναίκα του.