Μπορίς Γκοντουνόφ: Ένας μεταμοντέρνος τσάρος φονιάς

boris-nkontounof-enas-metamonternos-tsaros-fonias

Ο «Μπορίς Γκοντουνόφ», που ύστερα από δεκαετίες θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε πάλι στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, είναι η γνωστότερη όπερα του Μόδεστου Μούσοργκσκι (1839-1881), μία από τις σημαντικότερες του ρωσικού ρεπερτορίου αλλά και του ρομαντισμού συνολικά.

Λόγω των ποικίλων ιδιομορφιών του έργου, κάθε ανέβασμά του αποτελεί μέγιστη πρόκληση ακόμη και για ακμαία, οικονομικώς εύρωστα λυρικά θέατρα. Κατ' αρχάς περιλαμβάνει πολυάριθμους, μουσικά απαιτητικούς αλλά δραματικά ισότιμους ρόλους, ενώ και η συμμετοχή της μεγάλης, μικτής χορωδίας οφείλει να είναι υψηλοτάτου επιπέδου, καθώς πρωταγωνιστεί ως πάσχον συλλογικό υποκείμενο.

Απαιτεί επίσης την παρουσία έμπειρου αρχιμουσικού όπερας, ικανού να υποστηρίξει τη μεγαλειώδη όσο και αντισυμβατική παρτιτούρα, της οποίας η συμφωνική διάσταση συνεισφέρει αποφασιστικά στην ισορροπία του όλου. Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση συνιστά η πειστική σκηνική αναβίωση του συγκεκριμένου έργου, που διαθέτει χαρακτήρα αποσπασματικού ιστορικού πανοράματος: η υπόθεση αφ' ενός ισορροπεί μεταξύ αυθεντικών γεγονότων και μυθοπλασίας, αφ' ετέρου αρθρώνεται σε πληθώρα αυτόνομων σκηνών, που όμως δεν συντίθενται σε συνεχή γραμμική αφήγηση.

Για τη νέα παραγωγή του «Μπορίς Γκουντούνοφ» στην Όπερα της Ζυρίχης (27/4/2020), ο Αλεξάντερ Περέιρα, επιτυχημένος επί μακρόν καλλιτεχνικός διευθυντής της, εξασφάλισε ένα εκπληκτικό επιτελείο άριστων λυρικών τραγουδιστών. Παράλληλα εμπιστεύθηκε δύο βετεράνους, γνωστούς και αγαπητούς στον γερμανόφωνο χώρο: τον Ρώσο αρχιμουσικό Βλαντιμίρ Φεντοσέγεφ και το Γερμανό σκηνοθέτη Κλάους Μίχαελ Γκρίμπερ.

Όπως ήδη γίνεται παντού σήμερα, το έργο δόθηκε στην αυθεντική ενορχήστρωση του Μούσοργκσκι, συνδυάζοντας τις διάφορες εκδοχές του σε μια «πλήρη» -τετράπρακτη με πρόλογο- μορφή. Δίχως να προβάλλει σκηνικά αξιοσημείωτο, το συνολικό αποτέλεσμα υπήρξε υψηλότατου επιπέδου.

Σε συνεργασία με τη δραματουργό Ελεν Χάμερ, ο Γκρίμπερ ανέπλασε ριζικά την αρχική σκηνοθεσία που είχε εμπνευστεί για την όπερα «Λα Μονέ» των Βρυξελλών (2006) και πρόσφερε ένα θέαμα ανήσυχο, υπολογισμένα ετερόκλητο, με αρκετές δυνατές στιγμές. Η απήχησή του βασιζόταν πρωτίστως στη συνειρμική/νοηματική φόρτιση των εικόνων και λιγότερο στην καθοδήγηση των πρωταγωνιστών.

Στην όψη της παράστασης εναλλάσσονταν με υπολογισμένο χρονισμό οι αναφορές στη φθορά της μετασοβιετικής πραγματικότητας (σκηνές πλήθους), άμεσα αναγνωρίσιμα στοιχεία ιστορικής εικονογραφίας και ευανάγνωστες, καθαρά συμβολικές εικόνες (σκηνικά Ε. Αρόγιο, κουστούμια Ρ. Σαμπούνγκι). Υποβλητικές ήσαν όλες οι στιγμές στις οποίες συμμετείχε «ο λαός» και αληθινά συγκινητικές οι δύο μεγάλες σκηνές του Μπορίς στην 2η (παραλήρημα) και 4η πράξη (θάνατος). Υποδειγματικά ισορροπημένη, η διανομή πρόσφερε ένα πραγματικά ονειρικών ποιοτήτων ακρόαμα. Ωστόσο σχεδόν ουδείς τραγουδιστής ήταν Ρώσος!

Όπως διαπιστώσαμε και παρ' ημίν -θυμίζω την εξαιρετική Αμερικανίδα Σμαράγδα του καλομοιρικού «Πρωτομάστορα»!- σήμερα ο σκληρός ανταγωνισμός, η υψηλή ποιότητα παιδείας και η μεγάλη διαθεσιμότητα ταλέντου έχουν άρει κάθε γλωσσικό εμπόδιο στην όπερα. Τον κεντρικό ρόλο τραγούδησε ο ώριμος, έμπειρος Φινλανδός βαθύφωνος Μάτι Σάλμινεν με υγιή, ηχηρή φωνή και ασφαλές σκηνικό ένστικτο. Την πλανεύτρα Μαρίνα ενσάρκωσε συναρπαστικά με χυμώδη, πλούσια φωνή η Ιταλίδα δραματική μεσόφωνος Λουτσιάνα Ντ' Ιντινο προσφέροντας ένα τραγούδι τονισμένο με ταιριαστά σκοτεινή δραματική φόρτιση.

Δυναμικά, με υγιείς, ρωμαλέες φωνές και έκδηλη σκηνική αυτοπεποίθηση αποδόθηκαν ο ύπουλος πρίγκιπας Σουίσκι και ο Γκριγκόρι/ψευτο-Ντιμίτρι από τους τενόρους Ρούντολφ Σάσινγκ και Ρεϊνάλντο Μασίας αντίστοιχα. Ομοια καλοί στους ρόλους του χρονικογράφου μοναχού Πίμεν και του πότη μοναχού Βαρλαάμ ήσαν οι βαθύφωνοι Πάβελ Ντάνιλουκ και Αντρέας Χάιρλ. Η διεύθυνση του Φεντοσέγεφ υπήρξε ακριβής και αδιαλείπτως υποστηρικτική στους λυρικούς τραγουδιστές, αλλά σχεδόν αγνόησε τη βαρύνουσα συμφωνική διάσταση της παρτιτούρας