Καλά ταμεία. Καλές ταινίες; H παραπαίουσα τοπική κινηματογραφική σκηνή

kala-tameia-kales-tainies-h-parapaiousa-topiki-kinimatografiki-skini

Καθώς η παραδοσιακή κινηματογραφική σεζόν οδεύει προς το άτυπο κλείσιμό της, τα αποτελέσματα των ταμείων χαμογελούν πλέον διάπλατα στο πολύπαθο και συνεχώς παραπονούμενο ελληνικό σινεμά. Φέτος δεν υπήρξε μία «ΠΟΛΙΤΙΚΗ Κουζίνα», ένα «Safe Sex» ή μία «Λούφα και Παραλλαγή» για να μονοπωλήσουν τις ετήσιες εισπράξεις και να προκαλέσουν φαινόμενο. Ηταν μία από τις λίγες φορές που η εμπορική πίτα μοιράστηκε ακριβοδίκαια σε όλες σχεδόν τις εγχώριες παραγωγές που προβλήθηκαν στις αίθουσες από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα.

Και όχι μόνο αυτό: Η μαζική εισροή θεατών στις ελληνικές ταινίες βοήθησε αρκετές από αυτές να εκτοξευτούν στην κορυφή του πίνακα με τα πιο πετυχημένα φιλμ της χρονιάς, προσπερνώντας πολυδιαφημισμένες ξένες δημιουργίες.

Κάπως έτσι, ο «Χάρι Πότερ και το τάγμα του φοίνικα» που αποτελεί μέχρι στιγμής το πιο πετυχημένο ξενόγλωσσο φιλμ της χρονιάς, κατέληξε τρίτο και καταϊδρωμένο πίσω από το «Μόλις χώρισα» του Βασίλη Μυριανθόπουλου (τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κωμωδία φτάνει τις 400 χιλιάδες) και σημείωσε τις μισές περίπου εισπράξεις απ' ό,τι ο πολύς «Ελ Γκρέκο». Με τον εντυπωσιακό αριθμό των 765 χιλιάδων εισιτηρίων, το ιστορικό δράμα του Γιάννη Σμαραγδή αποτελεί τον αδιαφιλονίκητο νικητή της σεζόν, έχοντας σαρώσει μαζί με τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και τις εισπράξεις.

Εξόριστοι σε μια αίθουσα


Τον πίνακα συμπληρώνουν το «Φιλί της Ζωής» του Νίκου Ζαπατίνα με 270.000, το «Γαμήλιο πάρτι» της Κριστίν Κρόκος με 210.000, το «Πρώτη φορά νονός» της Ολγας Μαλέα με 205.000 και η «Ψυχραιμία» του Νίκου Περάκη με 115.000 εισιτήρια που πέτυχαν και εκτόπισαν αρκετές χολιγουντιανές παραγωγές από τις υψηλές θέσεις του πανελλήνιου box office.

Πιο εντυπωσιακό όλων παραμένει, εντούτοις, το γεγονός ότι από τα 15 εκατομμύρια που είναι ο μέσος όρος των εισιτηρίων που κόβονται κάθε χρόνο στη χώρα μας, φέτος τα δυο εκατομμύρια ανήκουν σε ελληνικές ταινίες, αριθμός-ρεκόρ που είχε δύο ολόκληρες δεκαετίες να σημειωθεί.

Το λογικότερο θα ήταν να χαιρόμαστε με το επίτευγμα της εγχώριας κινηματογραφίας. Μήπως, όμως, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε με τον απαραίτητο σκεπτικισμό το γεγονός ότι, την ώρα που ο αριθμός των εισιτηρίων ανεβαίνει, η ποιότητα των ελληνικών ταινιών κατά γενική ομολογία κατρακυλά; Γιατί, τι μας προτείνουν οι περισσότεροι ντόπιοι θριαμβευτές των φετινών ταμείων, πέρα από ένα οπισθοδρομικό και πεισματικά λαϊκίστικο σινεμά που παραδίδεται άνευ όρων στις σεναριακές ευκολίες («Γαμήλιο πάρτι»), κινείται ανάμεσα στη γραφικότητα και την καρικατούρα («Πρώτη φορά νονός»), φλερτάρει την πιο εύπεπτη και ευτελή τηλεοπτική αισθητική («Μόλις χώρισα») και δανείζεται απλόχερα από τις διαβόητες βιντεοταινίας του '80 (όπως συνέβη με το «Φιλί της Ζωής» του Νίκου Ζαπατίνα);

Πόσο περήφανοι μπορούμε πραγματικά να νιώσουμε με τον «Ελ Γκρέκο», όταν η διεθνής υπερπαραγωγή του Σμαραγδή δεν απεδείχθη τίποτα περισσότερο από ένα ακαδημαϊκό δράμα βεστιαρίου που κατάφερε να προσελκύσει το κοινό του χάρη στο αίσθημα ελληνικής περηφάνειας που επικαλέστηκε; Και πόσες από τις ταινίες αυτές έχουν τη δυνατότητα να υπερβούν τα γεωγραφικά μας σύνορα και να προσεγγίσουν θεατές στο εξωτερικό;

Την ίδια στιγμή που το ελληνικό εμπορικό σινεμά επιστρατεύει φουσκωμένους προϋπολογισμούς και ονειρεύεται παχυλές εισπράξεις, οι αληθινά αξιόλογες δημιουργίες εξορίζονται σε μία, άντε δύο στην ιδανικότερη περίπτωση αίθουσες, ιδρώνοντας εκεί για μερικά εισιτήρια. Ταινίες όπως η αξιοπρεπής σεναριακά και σκηνοθετικά «Διόρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου που έτυχε συμπαθέστατης κριτικής υποδοχής. Ή ανέλπιστες εκπλήξεις όπως η «Ιστορία 52» του Αλέξη Αλεξίου που κάνει πρεμιέρα αυτές τις ημέρες στα σινεμά, έχοντας προηγουμένως συγκεντρώσει τις πιο θερμές εντυπώσεις στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ και μια άκρως κολακευτική κριτική από το έγκυρο και επιδραστικό εντύπο «Variety». Μακράν η ωραιότερη εγχώρια δημιουργία που είδαμε τελευταία, το δεξιοτεχνικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του 32χρονου σκηνοθέτη αναζητά την τύχη του στις αίθουσες με μοναδικό διαπιστευτήριο ένα αναμφισβήτητο ταλέντο.

Αραγε, ποια θα είναι η τύχη μιας τέτοιας ασυνήθιστης για τα ελληνικά δεδομένα ταινίας, που κινείται στα μονοπάτια του θρίλερ, δεν διαθέτει ζηλευτά μέσα παραγωγής και δεν ποντάρει ερμηνευτικά σε επώνυμους κράχτες αλλά σε άγνωστους ηθοποιούς; Μένει να το διαπιστώσουμε.