Μια άγνωστη, απίστευτη ιστορία από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης μετέφερε στο σινεμά ο αυστριακής καταγωγής γερμανός σκηνοθέτης Στέφαν Ρουζοβίτσκι που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. «Οι παραχαράκτες», που βασίζεται στο βιβλίο του Άντολφ Μπέργκερ, «Το εργαστήρι του διαβόλου», γυρίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με την (ψηφιακή) κάμερα στο χέρι, στο στιλ του Δόγματος 95, που δημιουργεί μιαν άλλη, σύγχρονη αισθητική ματιά στην όλη ατμόσφαιρα.
Επαγγελματίας τυπογράφος, μέλος της σλοβάκικης κομμουνιστικής αντίστασης, ο Μπέργκερ συνελήφθη και κλείστηκε μαζί με τη γυναίκα του στα γερμανικά στρατόπεδα το 1942. Εκείνη δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς, ενώ ο ίδιος, ύστερα από ενάμιση χρόνο, στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάκσενχαουζεν μαζί με άλλους ειδικούς για να φτιάξει ένα μυστικό εργαστήρι των ναζί για την παραχάραξη χρημάτων.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε μετά το τέλος του πολέμου: «Στη δεκαετία όμως του '80, έπειτα από δηλώσεις δεξιών πολιτικών πως το Αουσβιτς δεν υπήρξε ποτέ, αποφάσισα να το επανεκδώσω για να υπενθυμίσω την πραγματικότητα του Ολοκαυτώματος», μας ανέφερε ο 90χρονος Μπέργκερ, ο ένας από τους δύο επιζήσαντες σήμερα του στρατοπέδου, σε συνέντευξη τύπου που έδωσε πέρσι στη διάρκεια του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. «Δεν μπορούσα να παραμείνω σιωπηλός μπροστά στα όσα απαράδεκτα υποστήριζαν οι διάφοροι πολιτικοί: πως δεν εξόντωναν τους κρατούμενους στα κρεματόρια και τα παρόμοια. Επρεπε να πω την ιστορία μου σ' όσο το δυνατόν περισσότερους».
Το βιβλίο, όπως και η ταινία, παρουσιάζουν την ιστορία των κρατουμένων του στρατοπέδου Σάκσενχαουζεν που αναγκάστηκαν να εργαστούν στην «επιχείρηση Μπέρνχαρτ», ένα σχέδιο των ναζί, από το 1936, για να πλημμυρίσουν τη Βρετανία και τις ΗΠΑ με κάλπικο νόμισμα, σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν τις οικονομίες των δύο χωρών. Για το υψηλής μυστικότητας ναζιστικό αυτό σχέδιο εργάστηκαν ο Μπέργκερ και όλοι οι εβραίοι συνάδελφοί του, που οι ναζί επέλεξαν από διάφορα στρατόπεδα - υπό την επίβλεψη του ρώσου καλλιτέχνη και άσου παραχαράκτη, Σάλομον Σμολιάνοφ, προσπαθώντας ταυτόχρονα στην πορεία τους να βοηθήσουν τους συμμάχους καθυστερώντας και σαμποτάροντας με διάφορους τρόπους το σχέδιο.
Αντίθετα, όμως, με τους άλλους παραχαράκτες, ο Σμολιάνοφ, ως άσος στο επάγγελμα του, προσπαθούσε και κατάφερνε να φτιάχνει τέλεια χρήματα, πράγμα που τον έφερνε αντιμέτωπο με τους υπόλοιπους, οι οποίοι απέφευγαν την όποια τελειότητα, ακριβώς για να μην πετύχει το σχέδιο. Μετά την απελευθέρωση, μάλιστα, τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Λέγεται ότι κατέφυγε αρχικά στο Μόντε Κάρλο, όπου έχασε πολλά χρήματα στο καζίνο, ενώ αργότερα ήταν στη λίστα των «καταζητούμενων» της Ιντερπόλ.
«Κατάγομαι από την Αυστρία, όπου πολλοί πολιτικοί λένε πράματα που μας εκπλήσσουν και μας τρομάζουν», είπε ο Ρουζοβίτσκι. «Έτσι, όταν έμαθα για την ιστορία του Μπέργκερ αμέσως ενδιαφέρθηκα. Δεν θα γύριζα ποτέ μια ταινία για την πραγματική κατάσταση στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γιατί δεν θα ήξερα πώς να δώσω τα αισθήματα των ανθρώπων που έζησαν εκεί. Σε αυτήν όμως την ιστορία υπήρχε κάτι διαφορετικό».
«Οι ναζί μάς πρόσεχαν. Παρ' όλο που ήμαστε εβραίοι και κρατούμενοι, μας προσέφεραν όλες τις πιθανές ευκολίες, πάντα βέβαια μέσα στο στρατόπεδο» εξήγησε ο ίδιος ο Μπέργκερ. «Ηταν πράγματι κάτι εξωφρενικό: από τη μια έστελναν τους κρατούμενους στα κρεματόρια κι από την άλλη εμάς μας φρόντιζαν όπως σ' ένα ξενοδοχείο πολυτελείας!»
Με αυτήν ακριβώς την αντιξοότητα, μ' αυτό το παράδοξο, καταπιάνεται η ταινία: «Ολοι αυτοί βρίσκονταν σε ένα ειδικό μέρος, δεν ήταν ένα συνηθισμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης» εξηγεί ο Ρουζοβίτσκι. «Είχαν προνόμια που κανένας άλλος δεν είχε, είτε εβραίος, είτε μη. Μπορούσαν να σκεφτούν και να πάρουν ηθικές αποφάσεις. Είναι αυτά τα ηθικά διλήμματα που με τράβηξαν στο βιβλίο. Το πώς αντιμετωπίζει κανείς την όλη κατάσταση και τους ναζί όταν ζει με προνόμια τη στιγμή που άλλοι δολοφονούνται».
Ο σκηνοθέτης έκανε ορισμένες αλλαγές στο βιβλίο, με μερικές από τις οποίες δεν συμφωνούσε ο Μπέργκερ. Π.χ. στο βιβλίο υπήρχε μια σκηνή κατά την οποία οι παραχαράκτες μεταφέρονταν σε άλλο στρατόπεδο, στην Αυστρία, από το οποίο απελευθερώνονταν από τους Αμερικανούς, ενώ ο σκηνοθέτης (που έκανε και τον σεναριογράφο) παρουσίαζε πως αυτοί απελευθερώνονταν από τον σοβιετικό στρατό, έχοντας υπόψη του ότι το Σάκσενχαουζεν απελευθερώθηκε από τους Ρώσους:
«Ο Μπέργκερ μού το απαγόρευσε. Και το άλλαξα, αν και τελικά δεν έβαλα τη σκηνή στην ταινία. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες δεν μπορούν σήμερα να θυμούνται όλα όπως ακριβώς έγιναν. Γι' αυτό πιστεύω πως είναι καλύτερα οι ιστορίες που αφηγούμαστε να είναι φιξιόν. Να μη λέμε αυτή είναι η ιστορία του Ολοκαυτώματος, αλλά να προσπαθούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο».