Φθινόπωρο του 1930 στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου. Ο 24χρονος Samuel Beckett επιστρέφει στη γενέτειρα του, αφού έχει περάσει μια διετία στο Παρίσι όπου συνεργάστηκε με τον Τζέιμς Τζόις. Δεν έχει ακόμα εκδώσει τίποτα, με εξαίρεση ένα μεγάλο δοκίμιο για τον Προυστ. Προετοιμάζει το επόμενο, για τον Ζιντ. Κι εν τω μεταξύ διορίζεται λέκτορας στο τμήμα Γαλλικής Λογοτεχνίας του κολεγίου, από το οποίο είχε και ο ίδιος αποφοιτήσει το 1927.
Το σύνολο των μαθημάτων που θα παραδώσει εκείνη την περίοδο βασίζεται στην αντιπαραβολή του Μπαλζάκ με τον Φλομπέρ. Τον πρώτο τον απεχθάνεται. Στον δεύτερο υποκλίνεται. Εξηγεί στους φοιτητές του γιατί, σε παραδόσεις που ισχυροποιούν και τις δικές του λογοτεχνικές απόψεις και επιλογές, αυτές στις οποίες θα παραμείνει συνεπής και ως λογοτέχνης -κυρίως ένας μεγαλειώδης δραματουργός, ο «τελευταίος του μοντερνισμού» ή, κατά άλλους, ο «πρόδρομος του μετα-μοντερνισμού».
Εισαγωγή στο έργο και το πνεύμα του Samuel Beckett
Το περιεχόμενο εκείνων των διαλέξεων, εισαγωγή στο έργο και στο πνεύμα του Samuel Beckett , επιβίωσε στις σημειώσεις που κρατούσαν οι φοιτητές του. Τις αρτιότερες τις είχε η Ράκελ Μπάροουζ. Το 1977 η ίδια τις δώρισε για ευνόητους λόγους στο Τρίνιτι Κόλετζ. Οι υπάλληλοι της αρχειοθήκης δεν αξιολόγησαν όμως το υλικό. Εμεινε παραπεταμένο μέχρις ότου, πρόσφατα, να ανασυρθεί και να ταξινομηθεί. Διαβάζουμε μάλιστα στον «Γκάρντιαν» ότι μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Souvenir Press ο τόμος «Ο Μπέκετ πριν τον Μπέκετ: διαλέξεις του Σάμιουελ Μπέκετ για τη Γαλλική Λογοτεχνία», με την επιμέλεια της Μπριζίτ Λε Ζουέζ.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις της Μπάροουζ, ο Μπέκετ αντιμετώπιζε τον Μπαλζάκ ως ένα αντι-παράδειγμα του μοντέρνου μυθιστορήματος εν αντιθέσει με τον Φλομπέρ, που τον θεωρούσε τον κύριο ανανεωτή του. «Οταν διαβάζεις Μπαλζάκ έχεις την αίσθηση ενός κόσμου διατηρημένου στο χλωροφόρμιο», έλεγε ο Μπέκετ, καταμαρτυρώντας στον Μπαλζάκ απουσία αυτοκριτικής και σύγχυσης: τη σύγχυση ο πατέρας του «Γκοντό» και της «Γουίνι» τη θεωρούσε βασικό συστατικό του μοντέρνου κόσμου. Το 1961, μάλιστα, όταν ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Τομ Ντράιβερ τον κατακεραύνωνε για τη σύγχυση που διαπνέει τα γραπτά του, ο Μπέκετ απαντούσε: «Η σύγχυση δεν είναι δική μου επινόηση... βρίσκεται παντού γύρω μας και η μόνη ελπίδα ανανέωσης θα 'ρθει αν ανοίξουμε τα μάτια μας και τη διακρίνουμε».
Πίσω στο 1930, ο Μπέκετ συνέχιζε να απορίπτει τον Μπαλζάκ γιατί «αντιγράφει την επιφάνεια και δημιουργεί έναν επίπλαστο κόσμο που μοιάζει με τραπέζι μπιλιάρδου στο οποίο οι μπάλες, τέλεια τακτοποιημένες, στέλνονται προς μια κατεύθυνση αποφασισμένη βάσει μιας πολύ συγκεκριμένης στρατηγικής ελέγχου». Προσήπτε ακόμα στον Μπαλζάκ ότι απογυμνώνει το φανταστικό του σύμπαν από το απρόβλεπτο και το άγνωστο -στοιχεία που «βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας».
Ο Μπέκετ αντίθετα λάτρευε το «κιάρο-σκούρο», τη φωτοσκίαση που εντόπιζε στα έργα του Ντοστογέφσκι και του Φλομπέρ. Συνήθιζε μάλιστα να επικαλείται τη «Μαντάμ Μποβαρί» και τον «Σαλαμπό» για να εξηγήσει πώς ο τελευταίος αποφεύγει να φωτογραφίσει ή να εμπορευτεί την εικόνα των ηρώων του, υπέρ μιας ειλικρινούς κατανόησης της πραγματικότητας. Οσο κατηγορούσε τον Μπαλζάκ για αντικρουόμενες ιδιότητες (ως ρεαλιστή και ταυτόχρονα ως ρομαντικό ψυχολόγο) αποθέωνε τον Φλομπέρ για τη συνοχή του, που δεν σημαίνει και έκπτωση στην πολυπλοκότητά του. Ο Φλομπέρ, όπως έλεγε, αντί να κατασκευάζει ήρωες, δημιουργεί περιστάσεις που αναγκάζουν τους χαρακτήρες του να αποκαλύψουν την παραδοξότητα της ανθρώπινης φύσης τους, ακόμα και την ανοησία τους.
«Ο καλλιτέχνης αλλάζει συνέχεια και σε συνεχή ρευστότητα βρίσκεται και το υλικό του. Οφείλεις συνεπώς να κάνεις κάτι για να οργανώσεις αυτό το χάος, όχι όμως να δημιουργείς μαριονέτες και να τις θέτεις σε κίνηση», συνήθιζε να λέει ο Μπέκετ στους φοιτητές του. Σε στιγμές αδυναμίας επέμενε ότι δεν είναι καλός καθηγητής γιατί δεν μπορεί να διδάξει σε άλλους ό,τι δεν γνωρίζει ο ίδιος. Για να τον διαψεύσει, η Ράκελ Μπάροουζ δώρισε τις σημειώσεις της στο κολέγιο, 12 χρόνια προτού να πεθάνει ο φωτισμένος της καθηγητής.