Stieg Larsson: Ένας παθιασμένος αξέχαστος δημοσιογράφος και δημιουργός

stieg-larsson-enas-pathiasmenos-axechastos-dimosiografos-kai-dimiourgos

Δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατό του, η τριλογία του Stieg Larsson εξακολουθεί να αποτελεί το λογοτεχνικό γεγονός των τελευταίων χρόνων.

Δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας του, γραφίστας στο ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΤ, ιδρύει το περιοδικό «Expo». Οι έρευνές του έχουν στόχο την άκρα Δεξιά στην πατρίδα του τη Σουηδία (έχει εκδώσει αρκετά βιβλία με τις έρευνές του πάνω σε αυτό το θέμα), την ψυχροπολεμική εποχή, τις παρεκτροπές της σουηδικής μυστικής αστυνομίας, της Sapo, το εμπόριο γυναικών, την κατασκοπία, τον κόσμο της ψυχιατρικής, την πολιτική και όλα τα ατοπήματα της τόσο ζηλευτής σουηδικής κοινωνίας. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις ανά τον κόσμο με θέμα τις έρευνές του και μάλιστα έχει κληθεί και από τη Σκότλαντ Γιαρντ στο Λονδίνο να μιλήσει γι' αυτές.

Δεν είναι τυχαίο το ότι η ζωή του απειλήθηκε σοβαρά πολλές φορές από ομάδες της Ακροδεξιάς. Εβλεπε το επάγγελμα του δημοσιογράφου ως αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και ελέγχου της εξουσίας.

Για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του σουηδικού σοσιαλιστικού κόμματος, αλλά το εγκατέλειψε το 1987 γιατί δεν ήθελε να υποστηρίζει ξένα σοσιαλιστικά κόμματα που μόνο κατ' όνομα υπήρξαν σοσιαλιστικά.

Το χειμώνα του 2004 παραδίδει τα χειρόγραφά του, τα οποία αποτελούν μια τριλογία, συνολικά 1.900 σελίδων περίπου, στο μεγαλύτερο σουηδικό εκδοτικό οίκο Norstedts και ούτε καν ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία πενήντα ετών.

Ο τίτλος της τριλογίας «Millenium», δανείζεται από το όνομα της εφημερίδας στην οποία εργάζεται ο ήρωας των βιβλίων του, Blomkvist, δημοσιογράφος κι αυτός όπως και ο δημιουργός του. Το δεύτερο πρόσωπο των βιβλίων, ένα καχεκτικό κορίτσι, χάκερ περιωπής, γεμάτη τατουάζ, επισήμως ψυχοπαθής, αφού έχει εγκλειστεί για χρόνια σε ψυχιατρείο, η Lisbeth Salander, φέρνει κάπως φυσιογνωμικά στην Πίπη τη φακιδομύτη, αγαπημένη ηρωίδα του Λάρσον. Οι τίτλοι του κάθε τόμου είναι: «Οι άντρες που δεν αγαπούσαν τις γυναίκες», «Το κορίτσι που ονειρευόταν ένα μπιτόνι βενζίνης και ένα σπίρτο» και «Η βασίλισσα στο παλάτι των ρευμάτων», το συνολικό περιεχόμενο των οποίων σκιαγραφεί ένα πραγματικό πορτρέτο της σύγχρονης κοινωνίας, όπως κανένα άλλο αστυνομικό μυθιστόρημα μέχρι τώρα.

Ο Λάρσον χρησιμοποιεί μια πολύ απλή γραφή απίστευτης όμως πυκνότητας. Στον πρώτο τόμο αφιερώνει περίπου τις πρώτες 300 σελίδες στην παρουσίαση των προσώπων με μια πληθώρα λεπτομερειών που δεν φαίνεται να έχουν κάποια σημασία. Ωστόσο, και εδώ βρίσκεται η δύναμη του κειμένου, ο αναγνώστης δεν βαριέται ποτέ. Είτε μιλά για την πληροφορική, για τη δημοσιογραφία, είτε για την κατασκοπία, ο Λάρσον καταφέρνει να παθιάζει τον αναγνώστη του για το θέμα.

Ο συγγραφέας καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο να μπερδεύει τα πρόσωπα με την ίντριγκα και να συνδυάζει την έρευνα με μια καθημερινότητα που κλείνει στον αναγνώστη κάθε δίοδο διαφυγής.

Αυτή η τριλογία σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη Σουηδία, με πάνω από 2 εκατομμύρια αναγνώστες, έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες, ενώ αναμένεται η μεταφορά της στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Ο Λάρσον, όταν παρέδωσε τα χειρόγραφα στην εκδότριά του, ήταν σίγουρος για την επιτυχία των βιβλίων και σχεδίαζε και τους επόμενους τόμους. Είχε μάλιστα δηλώσει πως αυτό το έργο του θα του εξασφάλιζε άνετα γεράματα. Δυστυχώς δεν είχε υπολογίσει σε εναλλακτικό σενάριο για την προσωπική του ιστορία.