Το κοινό γνώρισμα των έργων και των δράσεων που παρουσιάζει από χθες και μέχρι τις 15 Ιουνίου η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης του Βερολίνου είναι ο πλουραλισμός.
Οι δύο νεαροί επιμελητές της, ο Πολωνός Αντάμ Στζιμτσίκ και η Αμερικανίδα Ελένα Φιλίποβιτς, απέφυγαν να καθορίσουν ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο, κάνοντας λόγο για την ανάγκη να μείνει «ανοιχτή» και ευέλικτη η φόρμα της διοργάνωσης. Αξονας της διεθνούς εικαστικής συνάντησης που γίνεται για πέμπτη χρονιά στη γερμανική πρωτεύουσα είναι η ανάδειξη νέων και λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών, με ιδιαίτερη έμφαση σε δημιουργούς που προέρχονται από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Στους δύο βασικούς εκθεσιακούς χώρους, τη νέα Νατσιοναλγκαλερί, η οποία θα παρουσιάσει μεταξύ άλλων ένα αφιέρωμα στην πρωτοπορία της Κροατίας τη δεκαετία του 1950, και το Κούντστβερκ, το ινστιτούτο που φέρει την ευθύνη της διοργάνωσης, προστίθεται το αχανές Πάρκο Γλυπτικής στο Κρόιτζμπεργκ (πάλαι ποτέ νεκρή ζώνη ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό Βερολίνο), καθώς και το Παβιγιόν του Σίνκελ, που θα φιλοξενήσει ως τα τέλη Απριλίου τα ψυχεδελικά οράματα του Νορβηγού Πούσβαγκνερ.
Η ιδιαιτερότητα ωστόσο της φετινής Μπιενάλε είναι ο διαχωρισμός της σε πρωινή και νυχτερινή ζώνη. Συγκεκριμένα οι επιμελητές αποφάσισαν να στήσουν ένα πλούσιο βραδινό πρόγραμμα επιστρατεύοντας όλους σχεδόν τους εναλλακτικούς χώρους της πόλης. Εικαστικοί αλλά και άνθρωποι του χορού και του θεάτρου, όπως ο υποψήφιος για το Νόμπελ ειρήνης Αουγκούστο Μποάλ, κινηματογραφιστές, φιλόσοφοι και ψυχολόγοι δίνουν κάθε βράδυ ραντεβού σε διάφορα σημεία της πόλης: από τον ιστορικό κινηματογράφο «Μπάμπιλον» και τον 37ο όροφο του ξενοδοχείου «Παρκ Ιν», που δεσπόζει στην Αλεξάντερπλατς, ώς τις υποβαθμισμένες περιοχές του Τρέπτοου και του Τέμπελχοφ κι ένα από τα καταφύγια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι διοργανωτές αποφάσισαν να δώσουν στο νυχτερινό αυτό κομμάτι της Μπιενάλε τον τίτλο του ερωτικού θρίλερ του πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Ζουλάφσκι «Οι νύχτες μου είναι πιο όμορφες απ' τις μέρες σας».
Η τέχνη, δηλώνουν χαρακτηριστικά, πρέπει να ξεφύγει από το περιοριστικό πλαίσιο των μουσείων και των αιθουσών τέχνης και να γίνει ένα με την καθημερινότητα της πόλης. Οι βραδιές που αφιερώνονται στις πειραματικές τάσεις της δεκαετίας του 1950 και 1960 βεβαιώνουν την πρόθεση των επιμελητών να «ενεργοποιήσουν» το σύνθημα των πρωτοποριών για μείξη της τέχνης με τη ζωή. Αυτό που μας ενδιαφέρει, λένε, δεν είναι να βρούμε τα έργα που μπορούν να στηρίξουν ένα ναρκισσιστικά προκαθορισμένο εκθεσιακό όραμα αλλά να δούμε αν μια μπιενάλε σύγχρονης τέχνης μπορεί να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής «κουλτούρας του γεγονότος».
Χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει μία και μόνο θεωρητική κατεύθυνση, η πέμπτη βερολινέζικη μπιενάλε οφείλει, σύμφωνα πάντα με τους επιμελητές της, να συνδιαλλαγεί με την «κοινωνία του θεάματος», όχι απλώς για να φέρει στην επιφάνεια τους μηχανισμούς της αλλά για να τονίσει τις αντιφάσεις της και να προκαλέσει το κοινό να υιοθετήσει μια κριτική στάση απέναντί της. Το στοίχημα είναι δελεαστικό, ειδικά όταν πρόκειται για μια πόλη τόσο απρόβλεπτη όσο το Βερολίνο.