Νομίζω ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης είναι από εκείνους που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει διεθνές ρεζιλίκι. Το έχει βιώσει, άλλωστε, όταν, μαζί με τον Παυλόπουλο και τον Ρουσόπουλο, πρωταγωνίστησε στην υπόθεση του «βασικού μετόχου» και συνέβαλε ώστε να μας οικτίρουν ως χώρα στις Βρυξέλλες για το επίπεδο των νομοθετημάτων που σκαρφίζονται οι υπουργοί μας. Και διερωτώμαι: έχοντας αυτή τη δυσάρεστη εμπειρία, δεν αντιλαμβάνεται ο Παπαληγούρας ότι πάει γυρεύοντας για να ζήσει νέες στιγμές εθνικής και προσωπικής ξεφτίλας;
Δικαίωμά του είναι, ασφαλώς, να λέει ό,τι θέλει για όσα περί τη Δικαιοσύνη διαδραματίζονται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αλλά πιστεύω ότι κατά βάθος ξέρει καλά τι θα συμβεί όταν κληθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να κρίνει πράξεις και πρακτικές σαν αυτές που έχει προαναγγελθεί ότι θα καταλήξουν εκεί, μια και οι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι στη χώρα μας δεν πρόκειται να βρουν το δίκιο τους.
Πώς φαντάζεται, άραγε, ο υπουργός Δικαιοσύνης ότι θα κρίνουν οι Ευρωπαίοι δικαστές τις τηλεφωνικές διασκέψεις που καθιέρωσε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου; Πώς νομίζει ότι θα κρίνουν το φαινόμενο της Ολομέλειας ενός ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία ανατρέπει απόφαση που η ίδια είχε πάρει πριν από έξι μήνες; Πώς πιστεύει ότι θα αξιολογηθεί το φαινόμενο της περιφοράς μιας ομόφωνης αθωωτικής απόφασης από εισαγγελέα σε εισαγγελέα μέχρι να βρεθεί κάποιος που θα κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί αναίρεση;
Θα μπορούσαν να αναφερθούν κι άλλα. Και δυστυχώς είναι πολλά. Αλλά δεν χρειάζεται. Είναι υπεραρκετές οι προαναφερθείσες περιπτώσεις για να καταγράψει ο υπουργός Δικαιοσύνης μια νέα ευρωπαϊκή «διάκριση». Η πρώτη δεν του ήταν, προφανώς, αρκετή. Ισως επειδή τη μοιραζόταν και με άλλους. Αλλά αυτή θα είναι αποκλειστικά δική του. Για να την έχει και να «καμαρώνει» ότι κάποτε η Ευρώπη ασχολήθηκε μ αυτόν και τα κατορθώματά του.
Το κακό είναι ότι λόγω ιδιότητας η Ευρώπη δεν θα ασχοληθεί μόνο μαζί του. Και το ρεζιλίκι δεν θα το εισπράξει μόνο αυτός. Θα το εισπράξουμε ως χώρα. Οπως και με τον «βασικό μέτοχο».