Άνθρωποι και σκουπίδια, όταν συνυπάρχουν μεταξύ τους

anthropoi-kai-skoupidia-otan-synyparchoun-metaxy-tous

Θέλω να πετάξω εκεί πού βρίσκονται τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια, τα χάρτινα, τα πλαστικά. Έχει στην μικρή πλατεία της γειτονιάς μου δύο κάδους για αυτά, δίπλα στους άλλους κάδους για τα μη ανακυκλώσιμα σκουπίδια. Αλλά συνεχώς κάποιοι παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους μπροστά σε αυτούς τους κάδους και μου εμποδίζουν την πρόσβαση, γαμώτο.

Κατεβαίνω με μια σακούλα γεμάτη με τα πλαστικά, μπουκάλια κυρίως, και πάω να την αδειάσω στον κάδο της ανακύκλωσης (ή ανακύκλησης, όπως άκουσα ότι λέγεται σωστά, αλλά ας μην κολλήσουμε τώρα σ’ αυτά). Βρίσκω πάνω στον κάδο ένα μεγάλο χαρτόκουτο που έχει μέσα του άλλα μικρότερα χαρτόκουτα. Προφανώς κάποιος μαγαζάτορας της γειτονιάς, αφού τα άδειασε από την πραμάτεια τους τα άφησε εκεί, νομίζοντας, ίσως, ότι αυτός είναι ο κάδος για τα χαρτιά, τόσο άσχετος.

Το παίρνω εγώ ο (σχετικός) λοιπόν το χαρτόκουτο, με τα άλλα χαρτόκουτα μέσα- και το τοποθετώ πάνω στον κάδο για τα χαρτιά, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Και μετά αδειάζω στον κάδο για τα πλαστικά ένα-ένα τα μπουκάλια, μέσα από μια οπή με κλειστό στόμιο από καουτσούκ (για να μην μπαίνουν μέσα τα νερά της βροχής).

Όταν τελειώνω με αυτό, πάω σπίτι και επιστρέφω με μια άλλη πιο μεγάλη σακούλα, γεμάτη με χαρτιά, εφημερίδες κυρίως και περιοδικά. Φτάνοντας στους κάδους, βρίσκω έναν ψηλό κύριο, γύρω στα 50 με 60 χρονών, να τσαλακώνει τα χαρτόκουτα που βρίσκονται μέσα στο μεγάλο χαρτόκουτο και να τα ρίχνει από το άνοιγμα (με το σκέπαστρο, για προστασία από τη βροχή) στον κάδο για τα χαρτιά. Του δείχνω ότι είμαι φορτωμένος - άρα, εννοώ, ότι έχω προτεραιότητα - κι αυτός  παρατάει βιαστικά τα χαρτόκουτα πάνω στον κάδο (σαν να τον τσάκωσα να κάνει κάτι που δεν έπρεπε) και απομακρύνεται.

Του ρίχνω μια διερευνητική ματιά από πίσω για να διαπιστώσω αν είναι κανένας «παράξενος», όπως συνηθίζουμε όταν κάποιος είναι τόσο «αταίριαχτα» εντάξει, που μας κάνει και αναρωτιόμαστε αν «έχει κάποιο λάκκο η φάβα». Μετά, καθώς αδειάζω λίγα-λίγα τα χαρτιά μου στον κάδο, αρχίζω και σκέφτομαι:

Γιατί δηλαδή τον παραγκώνισα τον άνθρωπο από εδώ σαν να «ενοχλούσε»; Το ίδιο που κάνω τώρα κι εγώ δεν έκανε πριν από λίγο κι αυτός; Και μάλιστα δεν έκανε ό,τι όφειλα να σκεφτώ να κάνω εγώ πριν από αυτόν, όταν άφησα τα χαρτόκουτα πάνω στον κάδο για τα χαρτιά; Ή, που όφειλε να είχε κάνει πριν από μένα αυτός ο «κύριος» -κάποιος μαγαζάτορας προφανώς- που είχε αφήσει τα χαρτόκουτα του πάνω στον κάδο για τα πλαστικά; Ή, όπως θα όφειλαν να κάνουν οι -ακόμη χειρότεροι- μαγαζάτορες της γειτονιάς, που έρχονται και ξεφορτώνονται τα χαρτόκουτα τους μέσα στους άλλους κάδους, αυτούς για τα μη ανακυκλώσιμα σκουπίδια, που βρίσκονται ακριβώς δίπλα σε αυτούς για τα ανακυκλώσιμα;

Τελειώνω με τα δικά μου χαρτιά και ρίχνω πάνω από τον ώμο μου μια κρυφή ματιά να δω που βρίσκεται ο ψηλός κύριος. Τον βλέπω να στέκεται παρακάτω, στην άκρη του κεντρικού δρόμου κάτω από την πλατεία, απ’ όπου περνούν συνεχώς αυτοκίνητα, σαν να ετοιμάζεται να περάσει απέναντι και νομίζω πως μου ρίχνει κι αυτός μια ματιά πάνω από τον ώμο του.

Απομακρύνομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δεν πάω προς το σπίτι μου, κάνω ένα γύρο στο παραπάνω τετράγωνο κι επιστρέφω από αλλού στην πλατεία. Στέκομαι πίσω από ένα δέντρο και κοιτώ προς τους κάδους των σκουπιδιών. Και τον βλέπω, είναι πάλι εκεί και συνεχίζει αυτό έκανε πριν τον διακόψω: τσαλακώνει ένα- ένα τα μικρότερα χαρτόκουτα (για να χωρούν από άνοιγμα του κάδου, για όσους δεν κατάλαβαν -γιατί είναι παντελώς άσχετοι με το θέμα) και τα ρίχνει μέσα στον κάδο.

Και που και που ρίχνει και καμιά ματιά γύρω του, σαν να ψάχνει να δει αν τον παρατηρεί κανείς (και τότε κρύβομαι εγώ πίσω από το δέντρο). Σαν να ντρέπεται γι’ αυτό που κάνει. Ενώ θα έπρεπε να ντρέπονται πολλοί άλλοι.

Θυμάσαι εκείνη την κυρτωμένη γριούλα στην ταινία «Μπλε» του Κισλόφσκι, που πάσχιζε κάπου στο Παρίσι να βάλει στον κάδο ανακύκλωσης ένα μπουκάλι; Ε, λοιπόν, την είδα στη Σαλονίκη ένα πρωί, κάπου στη Μαρτίου, λίγο πιο κάτω από τη Γαμβέτα. Κοντούλα, φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο ταγιέρ, γυαλιά και ήταν καλοχτενισμένη. Μόνο που δεν ήταν τόσο κυρτωμένη και αυτή τη φορά ανασηκωνόταν για να ρίξει στον κάδο ανακύκλωσης ένα πάκο χαρτιά. Να ‘ναι καλά, όποια και να είναι.