Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο θρύλος της Ελληνικής ροκ μουσικής

vasilis-papakonstantinou-o-thrylos-tis-ellinikis-rok-mousikis

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, πάνω από 30 χρόνια κρατάει την ουσία και ονειρεύεται «…όπως οι χούντες χτυπάνε στο ποδόσφαιρο ως το πιο λαϊκό άθλημα, έτσι και οι μοντέρνες χούντες χτυπάνε στο σελοφάν, στο ευτελές για να ναι και εύκολο και εύπεπτο, σαν τα Friskies ένα πράγμα…». Για τα όνειρα του και τις συναυλίες του μίλησε στο Χρήστο Μιχαλέρη για το περιοδικό CITY231 (στις 14.06.2006).

Το περσινό «πείραμα» της εμφάνισής σου με τη συμφωνική ορχήστρα στο Ηρώδειο και η κυκλοφορία του διπλού cd, άλλαξε σε κάτι τον ρου των μουσικών σου σκέψεων;

Όχι, γιατί περίμενα να πάει καλά, αφού ήταν μια δουλειά πολύ πιο ξεχωριστή από τις άλλες, ιδιαίτερη. Παρ  όλο που τα τραγούδια ήταν γνωστά, αυτή η εκδοχή του να συμμετέχουν σαράντα έγχορδα μαζί με μικρή χορωδία, με κρουστά και παντρεμένα με τον γνωστό ηλεκτρισμό του Χριστόφορου Κροκίδη, του Στέφανου Δημητρίου στα τύμπανα και του Βαγγέλη Πατεράκη στο μπάσο, δηλαδή με την «παλιά φρουρά», έβγαλε ένα αποτέλεσμα που πραγματικά ήτανε πιο πάνω από τις προσδοκίες μου. Γι’ αυτό νομίζω ότι παρ όλο που ο κόσμος τα ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά τα τραγούδια αυτά, αναγνώρισε αυτή την διαφορετική εκδοχή.

Τι αναπολείς από το πλούσιο μουσικό σου παρελθόν;

Κοίταξε να δεις, αν θα έβγαινα στη σύνταξη, θα αναπολούσα όχι μόνο το παλιό ρεπερτόριο αλλά και την παλιά ζωή. Το θέμα είναι ότι κάθε φορά που κάνω κάτι, νιώθω ότι τώρα ξεκινάω… Αυτό να μου το εύχεστε να συνεχίσει να είναι έτσι, γιατί η φωνή μου φαίνεται κρατάει γερά ακόμα και καλό είναι να βρίσκουμε τραγούδια τόσο καλά, εφάμιλλα και ισάξια με όσα έχουμε τραγουδήσει στο παρελθόν. Αυτό είναι το δύσκολο σημείο, αφού βλέπεις ότι λείπουν πια οι δημιουργοί του επιπέδου του Λοΐζου, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ασιμου και γίνονται μόνο τραγούδια όπως επιβάλλει η διεθνής τηλεόραση. Τραγούδια - σουξέ χωρίς προσωπικότητα, τραγούδια εποχιακά,  γι  αυτό και διοργανώνονται τα μεγάλα πανηγύρια, βλέπε Eurovision, βλέπε βραβεία σε όλον τον κόσμο…

Είναι η παγκοσμιοποίηση και στο τραγούδι, αφού στην τέχνη, εκεί θα «χτυπήσει» πρώτα, γιατί υπάρχει λαϊκή απήχηση. Όπως οι χούντες χτυπάνε στο ποδόσφαιρο ως το πιο λαϊκό άθλημα, έτσι και οι μοντέρνες χούντες χτυπάνε στο σελοφάν, στο ευτελές για να ‘ναι και εύκολο και εύπεπτο, σαν τα Friskies ένα πράγμα…

Ποια μορφή θα έχει η φετινή καλοκαιρινή συναυλιακή σου βόλτα και κατά επέκταση και η συναυλία σου στο Μύλο, τη Δευτέρα;

Ύστερα από την περσινή μου εξόρμηση που ήταν με τις «Σειρήνες», το γκρουπ των πέντε γυναικών με έγχορδα, φέτος νιώθω την ανάγκη να κάνω επίθεση και βγαίνω με τους «1550» που συμπράττουν με μερικούς από τους παλιούς μου μουσικούς. Ειλικρινά, για πρώτη φορά το λέω, ροκάρουμε κανονικά πάλι σε μια καινούργια εκδοχή των τραγουδιών, πιο σκληρή για την εποχή, πιο επιθετική…

Ποια είναι η αντίληψη που έχεις για τους σημερινούς πιτσιρικάδες ως άμεσα εμπλεκόμενους και με δεδομένη επιτυχία σε αυτούς για πάνω από τριάντα χρόνια;

Είναι πολύ καλά παιδιά όλοι οι πιτσιρικάδες. Νομίζω ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχει αρχίσει ένα γύρισμα της πλάτης στις επιβολές της μόδας κ.λ.π. Αυτά είναι τα παιδιά που λέμε, τα ευαίσθητα, πιο παλιά τα λέγαμε αδέσποτα. Υπάρχει μια τάση πάλι για κοινωνικοποίηση της καθημερινότητάς τους, τα βλέπεις όλα μαζί στις καφετέριες φωνάζουν, τσακώνονται, ερωτεύονται… Έτσι κι αλλιώς περιμέναμε πάντα από τους νέους ανθρώπους, δεν περιμένουμε από τους ταυτισμένους με τον καναπέ ανθρώπους, της γενιάς μου πια…

Έφτασες στο σημείο ποτέ έως σήμερα να σκεφτείς να τα παρατήσεις;

Όχι δεν θα τα παρατήσω ποτέ. Οι μεμψίμοιροι τα παρατούν, εκείνοι που αισθάνονται ζωντανοί στέκονται απέναντι και πολεμούν. Και βλέπεις τους νέους, είδες στο Σιάτλ, είδες στη Θεσσαλονίκη, στη Γένοβα, είδες τις εξεγέρσεις στη Γαλλία, μου θυμίζει το Μάη του ’68 και βλέπεις και τις κινητοποιήσεις τώρα κι εδώ στην Ελλάδα. Πάντα κάτι θα γίνεται, πάντα κάτι θα πρέπει να περιμένουμε και θα πρέπει να είμαστε δίπλα σε αυτό που γίνεται, όχι παρατηρητές από τα μπαλκόνια του σπιτιού μας …

Στην ανασκόπηση της πορείας σου η μουσική συνυπήρχε πάντα με την πολιτική σου παρουσία. Αυτό έγινε στην υπηρεσία του συλλογικού μόνο ή ήταν ένα καλό πάντρεμα μιας άτυπης ιδεολογικής συμφωνίας με το κοινό και προσωπική επαγγελματική διέξοδος;

Αμα ήταν επαγγελματική διαδικασία θα είχε περάσει εδώ και χρόνια, το κοινό δεν μπορείς να το κοροϊδέψεις για πολύ μεγάλο διάστημα, δεν μπορείς να καλυφθείς πίσω από τέτοιες δικαιολογίες και δεν είναι μόνο αυτό. Φαίνεται ότι και η αισθητική παίζει κάποιο ρόλο και να μην την ξεχνάμε γιατί στο τέλος θα νομίζουμε πως είμαστε πολιτικά πρόσωπα και όχι καλλιτεχνικά πρόσωπα. Έτσι οι επιλογές δεν ήταν μόνο ιδεολογικό - πολιτικές, αφού έχω τραγουδήσει και μπαλάντες, ανθρώπινες μπαλάντες…

Πότε ολοκληρώνεται τελικά ο καινούριος σου δίσκος που ετοιμάζεις με τραγούδια όλων των εν δράσει δημιουργών;

Τα φτιάχνουμε, τα αλλάζουμε, τα ξαναφτιάχνουμε, τώρα φεύγουμε για συναυλίες, δεν προλαβαίνουμε να ασχοληθούμε περισσότερο, αλλά πιστεύω κατά τον Οκτώβρη να είμαστε έτοιμοι.

Έχεις τραγούδια που δεν θα ξανακούσουμε σε συναυλίες;

Ναι, πολλά τραγούδια δεν είναι για συναυλίες, θα τα ακούσεις σε μικρούς χώρους που τραγουδάω. Είναι κρίμα να ακούς συνθήματα από κάτω, να είναι μια πανηγυρική ατμόσφαιρα όπως είναι οι συναυλίες συνήθως κι εσύ να επιμένεις να τους περάσεις μια τρυφερή μπαλάντα, η οποία είναι για άλλη ώρα, για άλλη κατάσταση, για πολύ εσωτερικά θέματα. Αυτό είναι το κριτήριο.

Έχεις λάβει αυτό που θεωρείς πως σου άξιζε έως σήμερα;

Ναι, και με το παραπάνω. Δηλαδή το ότι περπατάω στο δρόμο και με χαιρετούν όλοι και μου μιλάν με το μικρό μου όνομα, τι άλλο να θέλεις; Αυτό,  από τη μία μεριά σαν προσωπική παρέμβαση μέσα στα καλλιτεχνικά δρώμενα των τελευταίων τριάντα χρόνων. Από την άλλη μεριά,  τι να πω για τις γνωριμίες που έκανα σε αυτή την πορεία… Είχα την τύχη να γνωριστώ και να γίνω φίλος με φοβερά σημαντικά πρόσωπα και της μουσικής και της ποίησης…