Το καύσιμο της νεότητας και η πνευματική μεριά του

to-kafsimo-tis-neotitas-kai-i-pnevmatiki-meria-tou

Ας είναι καλά η χρονοβόρα εκδοτική διαδικασία, την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα ξέρετε ποιος νέος και ποια νέα ηθοποιός θα έχουν τιμηθεί φέτος με τα βραβεία «Χορν» και «Μελίνα» αντίστοιχα. Α, το καύσιμο της νεότητας! Γενναιόδωρα το χαρίζουν οι Μοίρες, σαν τη θάλασσα πετρελαίου πάνω στην οποία απλώνεται η έρημος της Σαουδικής Αραβίας. Έρημος, εν προκειμένω, είναι η εμπειρία, που το τοπίο της έρχεται σιγά σιγά και πρασινίζει, αναπτύσσοντας όμως και θλιβερά γεροντικά ζιζάνια: τη μανιέρα, την έπαρση, την απαξίωση των άλλων. Έχουμε νέους καλλιτέχνες της προκοπής στην Ελλάδα; Αν πρέπει να απαντήσουμε με το μαχαίρι στον λαιμό, ναι, έχουμε αρκετούς. Πολλά ωραία κορίτσια προπαντός, που ασχολούνται με το θέατρο. Πέρυσι τα εκπροσώπησε επαξίως στη συνείδηση του κοινού η μόλις 27χρονη Στεφανία, σκουπίζοντας νευρικά, φουσκωμένη από εκδικητική μανία, την ορχήστρα της Επιδαύρου στην κατά Πέτερ Στάιν «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή – ένα αιμοσταγές σπλάτερ που δίχασε. Και νέους άνδρες ηθοποιούς διαθέτουμε, ίσως όχι τόσο λαμπερούς ακόμα. 

Το ζήτημα είναι πού και πώς απασχολούνται όλοι αυτοί. Διότι και ο εκ Τασκένδης ορμώμενος ποδοσφαιριστής Βασίλης Χατζηπαναγής υπήρξε το μεγαλύτερο ταλέντο που πέρασε από τα γήπεδα της Ψωροκώσταινας, καταπώς λένε οι ειδήμονες, αλλά η Ψωροκώσταινα φρόντισε να μη γίνει ποτέ η φλόγα του πυρκαγιά. Οι επιλογές δεν είναι πολλές. Ή θα δουλέψουν με βασικό μισθό σε μια παράσταση ή θα παίξουν σε κάποιο τηλεοπτικό σίριαλ υπό τη δαμόκλειο σπάθη της AGB (είδατε τι θρήνος έπεσε όταν ο AΝΤ1 πέρασε «μαχαίρι» σειρές και εκπομπές που δεν έφερναν νούμερα) ή θα βγάζουν μεροκαματάκι σε διαφημίσεις. Εκτός κι αν τους κάτσει το σουξέ: το σίριαλ, ο ρόλος, η συγκυρία. Και τότε κινδυνεύουν, όπως και οι παλιοί, να βουλιάξουν στην τυποποίηση, για παράδειγμα στη σαχλαμπούχλα των τηλεοπτικών κωμωδιών του συρμού ώστε να βγάζουν το παντεσπάνι τους. Ίσως ήρθε η ώρα για μία νέα αντίληψη τύπου Κουν. Το θέατρο να γίνει πάλι σπουδή, ασκητική, θυσία. Κι όποιος καλλιτέχνης αντέξει. Και όποιος θεατής ακολουθήσει. 

Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα στην εποχή που ακούγεται τόσο δυνατά το τραγούδι των Σειρήνων. Είπα τραγούδι και θυμήθηκα ότι είναι τρισχειρότερη η κατάσταση με το καύσιμον της νεότητος στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Τουλάχιστον οι νέοι ηθοποιοί έχουν τα «Χορν» και «Μελίνα». Όμως, οι νέοι τραγουδιστές, πολύ περισσότερο εκείνα τα αλλόκοτα τερατάκια, οι νέοι τραγουδοποιοί, συνθέτες και στιχουργοί, πού θα συναντηθούν; Στα φαιδρά καραόκε του Ανδρέα Μικρούτσικου; Στα άδεια γραφεία των μισοδιαλυμένων δισκογραφικών εταιρειών; 

Στα σοκάκια του Διαδικτύου όπου όποιος θέλει ανεβάζει και κατεβάζει ό,τι γουστάρει και δεν πληρώνει μία; Στην ατέλειωτη νύστα του «αναγεννημένου» Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης; Για τους νέους χορευτές, η Τελετή Έναρξης του Αθήνα 2004, στημένη από έναν κατεξοχήν «πρώην πρωτοπόρο» του χώρου, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, δεν άνοιξε τόσο πολλές πόρτες όσες ενδεχομένως ήλπιζαν. Σήμερα, το παιχνίδι της ασύλληπτα απαιτητικής τέχνης του χορού παίζεται κaι αυτό στη μικρή οθόνη, στην επιτυχημένη ελληνική εκδοχή της διεθνούς εκπομπής «So you think you can dance». 

Και το όποιο ταλέντο κάθεται προσοχή στις δασκαλίστικες παρατηρήσεις του Πάνου Μεταξόπουλου, κάτι ανάμεσα σε θαμώνα καφενείου και ιερέα του ’50. Και οι νέοι εικαστικοί; Για αυτούς υπάρχει τουλάχιστον το βραβείο του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, που απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε ένα νέο έλληνα καλλιτέχνη που ζει στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Ο θεσμός έχει ριζώσει, είναι όμως αρκετός; Όσοι και όσες ξεκινούν τώρα το ταξίδι στον κόσμο της απεικόνισης έχουν να περάσουν από τους σκοπέλους των γκαλερί, των κριτικών, των αδιάφορων Μέσων Ενημέρωσης, του βιοπορισμού, για να φτάσουν, αν φτάσουν ποτέ, απλώς να δείξουν τη δουλειά τους κι όχι και να ζήσουν από αυτήν. Ούτε στο σινεμά τα πράγματα είναι καλύτερα. 

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το ταλέντο περισσεύει, οι μικρομηκάδες έχουν το περιχαρακωμένο «χωριό» τους, το Φεστιβάλ στη Δράμα που συμπλήρωσε αισίως 30 χρόνια ζωής, οι ντοκιμαντερίστες και οι σκηνοθέτες ταινιών μεγάλου μήκους έχουν τα δικά τους «χωριά» στη Θεσσαλονίκη, κάθε άνοιξη και κάθε φθινόπωρο αντίστοιχα. Γιατί καλό το τρέξιμο για να βρεις χρηματοδότες, καλός ο δημιουργικός πυρετός των γυρισμάτων, καλή κι η βεβαιότητα ότι δεν θα γίνεις πλούσιος από το σινεμά, εκτός αν ξαναπουλήσεις σε νέο αμπαλάζ τη χιλιοστή παραλλαγή της «Λούφα και παραλλαγή». Όταν όμως βγαίνεις, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να ζητήσεις αίθουσα για την ταινία σου, θα αντικρίσεις το παγωμένο βλέμμα του αιθουσάρχη. 

Το κινηματογραφικό νεανικό καύσιμο συσκευάζεται σε πρόχειρα dvd που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι ή σκονίζονται σε κάποιες ξεχασμένες ψηφιακές αποθήκες του Ίντερνετ. Για το χοντρό ζόρι της αυτοπυρπολούμενης νεότητας, που συγκινητικά επιμένει να δράσει καλλιτεχνικά, αντιγράφω, αντί επιλόγου, μια σκέψη του ιταλού φιλοσόφου Ουμπέρτο Φκαλιμπέρτι, όπως την κατέγραψε στο «Σημειωματάριο Ιδεών» της «Ελευθεροτυπίας» ο Θανάσης Γιαλκέτσης: «Η (νεανική) δυσθυμία δεν είναι πλέον “ψυχολογική”, αλλά είναι “πολιτισμική”. Χρειάζεται επομένως να δράσουμε πάνω στη συλλογική κουλτούρα και όχι πάνω στην ατομική δυστυχία». 

Με άλλα λόγια, μην αναρωτιέστε έκπληκτοι «τι έχει αυτό το παιδί και μαραίνεται».