Με τα μάτια μιλάμε εμείς (από το ημερολόγιο μου)

me-ta-matia-milame-emeis-apo-to-imerologio-mou

Είναι λίγα τα βράδια που θυμάμαι να αρχίζουν τόσο όμορφα. Με παγωμένη μπύρα στα χείλη και τα γέλια μας, δυνατά, οι σκέψεις να αιωρούνται κάπου στο άπειρο, στο ανούσιο, μικρές στιγμούλες χαράς - χαρές μου- μέσα σε τόσο κόσμο, ήσυχο κόσμο, γιατί φώναζαν οι δικές μας καρδιές. Είπαμε για τα όνειρα, για τα σχέδια μας, πετούσαμε, για πολυ-εκατομμυριοστή φορά στο δικό «μας» κόσμο.

Κάπου απότομες προσγειώσεις και πάτημα πάνω στα επίκαιρα, το μυαλό επιστρέφει στα μονοπάτια της καθημερινότητας, σε αυτά που λένε και ξαναλένε στα δελτία ειδήσεων, και για πολλαπλή φορά και με αδιάφορο ύφος εγώ «πώς μπορεί ένας άνθρωπος στα λογικά του να κάνει αυτό, να πει ένα τόσο μεγάλο ψέμμα, να παίξει με τα εμφανή και τα προφανή»... Γλίστρησε η γραμμή των ματιών σου και την έχασα. Αυτά καρφώθηκαν στο πάτωμα και το στόμα ήτανε σαν να ανοιγόκλεινε στον αέρα, να μίλαγε για να μιλήσει σε κάποιο αόρατο μέλος της παρέας. «Μην το λες, όταν ένας άνθρωπος έχει πρόβλημα μπορεί να κάνει τα πάντα, τι μπορεί να πεί κανείς, δεν πρέπει να τον κατηγορείς εσύ». 

Και γύρισαν στην τελευταία συλλαβή πάλι πίσω, πέρασαν από τα απέναντι μάτια, επικοινώνησαν, και κατέληξαν ξυστά μέσα μου συνοδευόμενα από τον απόηχο της συρτής φωνής, με μια ακατανόητη συνταγή συναισθημάτων (πίκρα-πικρή, θυμός-ξινός, εγκράτεια-αρμυρή, υπομονή, δελεαστικά γλυκιά, πίστη με αγάπη-πιπέρι / καυτερή). Γύρισαν τα μάτια σας όπως τα γύρευα σχεδόν απελπισμένη, να συναντήσουν την απορία μου, τα ερωτηματικά μου, τα τείχη μου. Ένιωσα τη γεύση από τη μπύρα να χάνεται από τα χείλη μου. Γιατί βρήκα ένα σκληρό ασήκωτο κουβάρι υπονοούμενα που τη ρουφούσε σαν ξεραμένο σφουγγάρι.

Ύφος πρωτόγνωρο στα 8 χρόνια γνωριμίας μας. Πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ένιωσα απότομα σαν να χάναμε τους κωδικούς μας. Με αυτούς που είχαμε απεριόριστη πρόσβαση στα πιο όμορφα μας μυστικά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τόσο εύκολα, είναι σαν να λύθηκαν όλοι οι κωδικοί και να παρέλαυναν σκόρπια ψηφία μπροστά μου κοροϊδευτικά, χασκογελώντας. Εμείς ό,τι είχαμε να πούμε το λέγαμε, ψυχούλες μου, έτσι, κοιτώντας στα μάτια η μια την άλλη. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχα. Τουλάχιστον αυτό έκανα εγώ. 

Αυτή την εντύπωση πιέζω, βασανίζω και χάνω απόψε. Η σιωπή των ματιών, αυτή η μικρή, λιγοστή σιωπή, ένας χείμαρρος “υπ-οψίες”. Αναλογίζομαι το ευγενικό «υπο-νοούμενο». Έκανα κάτι που δεν έπρεπε? Είπα κάτι που δεν έπρεπε? Κάποιο ψέμμα ή κάτι που φάνηκε σαν ψέμμα? Θύμισα κάτι που δεν έπρεπε? Τι ξέρετε και δεν μου λέτε? Τι σκέφτεστε που εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ? Τι πιστεύετε που εγώ δεν μπορώ να φανταστώ ή να πιστέψω? Τράβηξα άλλη μια γουλιά μπύρα, που ένιωθα από μόνη της αυτή να με ζαλίζει. 

Γύρεψα για μια στιγμή το τασάκι, μετά θυμήθηκα πως δεν καπνίζω πια. Χαμογέλασα μα δεν ήταν επειδή συνέλαβα κάτι στο κενό που μου πετάξατε. Ήτανε το γνωστό νευρικό και αμήχανο χαμόγελο που απαντά αντιδραστικά με ένα δικό μου πλέον κουβάρι υπονοούμενα προς πάσα κατεύθυνση. «Όλοι οι άλλοι μπορούν να τον κατηγορούν εκτός από μένα? Γιατί καλέ? Από exhaust μοτοσυκλέτας έπεσα εγώ?». Ένα δικό μου κουβάρι υπονοούμενα. Για καλό, για κακό, δεν ξέρω. 

Ο κόσμος μου φάνηκε ξαφνικά πολύ θυρυβώδης. Θα ήταν καλά να είχανε στο χώρο λίγη μουσική. Jazz! Προσπάθησα να αφήσω τη σκέψη μου πάλι να επιστρέψει χαλαρά εκεί στο άπειρο αλλά ήταν σαν να κρεμάστηκε ολόκληρο βαρίδι η στιγμή από τα άκρα της και να με φύτευε στο χώμα. Ένιωσα ξαφνικά ότι τόση ήταν από πάντα η απόσταση μεταξύ μας. Χώμα και ουρανός. Καφέ και γαλάζιο. Γλύκα και αλμύρα. Λίγα δευτερόλεπτα vs 8 χρόνια. Κι όμως μια αβέβαιη μάχη. Απίστευτο? `

Μετά συνέβησαν πολλά που δεν θυμάμαι, πέρασε η νύχτα σαν να την έσπρωχνε στην πλάτη η επιθυμία μου. Να μείνω μόνη μου για λίγο. Με ρώτησες δύο ή τρείς φορές, δεν θυμάμαι, «είσαι καλά?». Και γιατί να μην είμαι. Δεν φαίνεται ότι είμαι? Πάντα είμαι. Πώς σου’ρθε ότι μπορεί να μην είμαι? Και άρχισα με τα αστεία μου. Κατάφερα να εκληφθούν ως αστεία. Δύσκολη η δουλειά του παλιάτσου. «Υπάρχει μια διέξοδος είπε ο παλιάτσος στο ληστή». (Πώς μου ήρθε τώρα το άσμα αυτό?). `

Περάσαμε από το bowling, παίξαμε δυο παιχνίδια. Ήθελα περισσότερα. Τις μπάλες, αυτές των 15 κιλών που ρίχνουν οι δυνατοί οι άντρες και έριχνα ή ήθελα να ρίξω κι εγώ εκείνη τη νύχτα, ήθελα να τις πετάξω στον αέρα. Να τρυπήσουν και τα ταβάνια και τους ουρανούς και να αρχίσει να βρέχει. Θέλω βροχή, πολλή βροχή, ξέπλυμμα, καθαρότητα και να τα πάρουμε από την αρχή όλα. 

Να σπάσουμε αυτή την αλυσίδα των 8 χρόνων, που μπορεί να είναι φορτωμένη λάθη, παραστρατήματα, ψέμματα, υπερβολές, υπεκφυγές, απόστάσεις, από όλες μας, για όλες μας, κι από μένα, και για μένα, να την κάνουμε κομματάκια αυτή την αλυσίδα και αύριο να πούμε μια καλημέρα διαφορετική, με καινούργια μάτια, με ανοιχτή ψυχή, με ίσια βλέμματα, στητά σαν λαμπάδες. Δεν λέει να βγεί ο Αύγουστος. Είναι πολύ μακρύ το καλοκαίρι. Μετά με αφήσατε σπίτι μου, φιληθήκαμε, είπαμε τις χαμογελαστές καληνύχτες μας, και σαν να τραβήξαμε ένα κουπί αντίθετο. Το δικό μου μοναχικό.

Ξημερώνει σε λίγο. Να, βλέπω το πρώτο φως της μέρας μες τις γρίλιες σφινωμένο και μαζί του ασφυκτυώ. Η δική μου σκέψη τρέχει ακόμα ακούραστα, πάει για πρωτάθλημα. Έκανα κάτι? Είπα κάτι? Γιατί? Δεν ξεκολλάει κάποτε το μυαλό. Η μία φεύγει για ολιγοήμερο ταξίδι. Η άλλη μένει. Θα ανοητέψουμε. Αύριο, μεθαύριο όποτε να'ναι. Δεν ξέρω αν θα είναι το ίδιο όμως. Για τα μάτια λέω, ναι για τα βλέμματα, μπορεί να λοξοδρομήσουν, να πελαγοδρομήσουν, να χαθούν

Και να είχα το επόμενο του «υπο-νοούμενου» λεπτό ένα εφεδρικό σας βλέμμα. Να ανατρέψει εκείνη τη στιγμή “ξε-καθαρίζοντας”, εννοώντας, ελευθερώνοντας. Και τις τρείς μας. Αν είναι να σβήσει κάτι που τραβιέται από παλιά να το κάνει. Αν είναι να το καταδικάσει να το κάνει. 

Εκείνη την ίδια στιγμή για ό,τι νά’ναι. Μα για την μεγάλη τιμωρία αυτή της αμφιβολίας (!) πρέπει η κάθε μια από εμάς να ξέρει ακριβώς γιατί τη βιώνει. Γιατί είναι ανυπόφορη. Γιατί δικαιούται να ξέρει. Χρωστάμε η μία στην άλλη «ένα ξέσπασμα ή έστω ένα ανεπιφύλακτο λόγο, έλαχε να αδερφωθούμε κι έτσι πώς να δοκιμαστούμε ποιός θα αντέξει την πιο μεγάλη υπερβολή» σου θυμίζω. Θέλω να σας πω πολλά. 

Με τα μάτια, με τη ψυχή, έτσι όπως εγώ ξέρω. Αλλά κάτι με εμποδίζει από απόψε. Είναι σαν από κάπου να έμπαζε τόσο καιρό, να έχουν ανέβει ολόκληρες πλυμμύρες εδωπέρα, να έχουν φτάσει ως τα μάτια απόψε και να χρειάζεται επειγόντως ή να ανοίξω ολόκληρη, μια κραυγή δυνατή, ένα μεγάλο κλάμα ή με μάτια και στόματα ερμειτικότατα κλειστά να πώ έτσι από μέσα μου... ένα ουσιαστικό αντίο. `