Είναι η Μύκονος η παιδική χαρά των πλουσίων;

einai-i-mykonos-i-paidiki-chara-ton-plousion

Είναι η Μύκονος η παιδική χαρά των πλουσίων, το λούνα παρκ των βλάχων ή το διαχρονικό περιβόλι των μποέμ;

Η Μύκονος έχει γίνει πλέον σημαντικότερη από την Αθήνα. Είναι πιο όμορφη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στο νησί είναι υψηλότερο. Η ζωή είναι πιο ήσυχη (ναι, πολύ πιο ήσυχη από τη συχνά εφιαλτική πρωτεύουσα). Τέλος, η Μύκονος είναι πιο γνωστή στο εξωτερικό. Και μην σας πτοεί το γεγονός ότι η Βουλή και τα υπουργεία εδρεύουν στην Αθήνα. Αυτή την εποχή θα βρείτε τους περισσότερους πολιτικούς στο νησί! Αν συγκρίνουμε τη Μύκονο με άλλα νησάκια, ίσως τη βρούμε κοσμική, δήθεν και ολίγον πόρνη, αν όμως συγκριθεί με την Αθήνα, είναι ο παράδεισος. Και η Μύκονος, πλέον, μόνο με την Αθήνα μπορεί να συγκρίνεται, και να την ξεπερνά. Να γιατί, για ακόμα μια χρονιά, αυτός ο «βράχος με tanga» πρωταγωνιστεί στο καλοκαιρινό μας τεύχος. Μέσα από τις φωτογραφίες των νέων Girls και το ρεπορτάζ για τις business, στο δικό μας Saint Tropez.

Είναι πραγματικά απίστευτο το πώς ένα πάμπτωχο ξερονήσι μετατράπηκε, μέσα σε μια γενιά, στο πετράδι του ξεγάνωτου ελλαδικού στέμματος. Πόσο ρόδινη είναι όμως η εικόνα; Πώς μπορεί η Μύκονος να καυχιέται πως είναι η πατρίδα της ποιότητας και της αφθονίας όταν δεν έχει ούτε παράδοση στην παροχή υπηρεσιών αλλά και κανένα φυσικό πλούτο; Πόσο ειδυλλιακά είναι τα πράγματα όταν πληρώνεις 150 ευρώ το ψάρι από τη Σομαλία για να το φας δίπλα σε έναν Ρώσο έμπορο όπλων με μουσική υπόκρουση το My number one; 

Και από πότε αποτελούν κριτήριο της επιτυχίας ενός κυκλαδίτικου νησιού τα τετραγωνικά γκαζόν που φιλοξενεί στην κατάξερη ράχη του; Είναι η Μύκονος η παιδική χαρά των πλουσίων, το λούνα παρκ των βλάχων ή το διαχρονικό περιβόλι των μποέμ; Προφανώς ισχύουν και τα τρία, γι' αυτό και βλέπουμε στη Μύκονο το πρώτο case study ταξικής διαστρωμάτωσης της μετασοσιαλιστικής Ελλάδας: Οι πλούσιοι στις βίλες τους κάνουν μπάρμπεκιου. 

Οι βλάχοι σπεύδουν στα Ματογιάννια εις αναζήτηση διασημοτήτων και στο Paradise για μπουγέλο και σφηνάκια. Οι μποέμ έχουν αυτοεξοριστεί βορειοανατολικά, στο Φωκό και στον Aγιο Σώστη, χαράζοντας τη δική τους γραμμή Μαζινό, στα όρια του Πάνορμου. Ανάμεσα σε όλους αυτούς περιφέρεται μια τρίτη ομάδα: Οι ξένοι, που με τη σειρά τους χωρίζονται στις αντίστοιχες τρεις τάξεις. Αποτέλεσμα: 

Η Μύκονος είναι σαν το Μανχάταν, ασβεστωμένο: Είναι νησί, έχει όλες τις φυλές του Ισραήλ, πλούσιους, βλάχους και καλλιτέχνες, Nobu, σουβλάκι και κοπανιστή. Κυρίως όμως, όπως και το Μανχάταν, είναι φιλόδοξη και κινείται πρόσω ολοταχώς. Το Mykonian dream, σε αντιστοιχία με το American dream, λέει ότι ένας σερβιτόρος μπορεί να γίνει μπίζνεσμαν, αρκεί να έχει όραμα και γερό στομάχι. Τη στιγμή που το ελληνικό όνειρο είναι, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, μια θέση στο δημόσιο. Ξέρετε κανένα Μυκονιάτη που να ονειρεύεται διορισμό στα ΤΕΙ Αγρινίου; Mοιραία, λοιπόν, η Μύκονος είναι ο leader της Ελλάδας, μιας χώρας της οποίας η βαριά βιομηχανία -έχουμε βαρεθεί να το ακούμε- είναι ο τουρισμός. Και όπως η Silicon Valley, στην Καλιφόρνια, δείχνει το δρόμο για το ψηφιακό μέλλον στην Αμερική, έτσι η Μύκονος, στις Κυκλάδες, δείχνει το τουριστικό μέλλον για την Ελλάδα. 

Το παιχνίδι του παραδοσιακού τουριστικού προϊόντος είναι δυστυχώς χαμένο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από το βασίλειο του Μπουτάν, τη μόνη χώρα που αρνείται μέχρι στιγμής την «πρόοδο». Από την άλλη, όλοι καταλάβαμε την πραγματική μαλακία που κάναμε με το μαζικό τουρισμό. Οπότε η λύση είναι προφανώς ο «ποιοτικός», όπως τον αποκαλούμε, δηλαδή ο ακριβός τουρισμός. Διότι μην μου πει κανείς ότι προτιμά τα all inclusive στο Φαληράκι της Ρόδου από τη wannabe μεν, αλλά κομψά σερβιρισμένη, χλιδή της Μυκόνου. Aλλωστε όλοι ξέρουμε ότι το μυστικό της επιτυχίας βρίσκεται ακριβώς στο σερβίρισμα, δηλαδή στο μάρκετινγκ. Και η Μύκονος, εκτός από τις καλύτερες παραλίες, είχε πάντα έμφυτη την τέχνη του μάρκετινγκ.

Υ.Γ.: Στο κλείσιμο του τεύχους πληροφορηθήκαμε τον ξαφνικό θάνατο ενός αγαπημένου φίλου και συνεργάτη, του Γιάννη Αντωνόπουλου. Ο Γιάννης ήταν από τους καλύτερους δημοσιογράφους του περιοδικού, και είχε υπογράψει μεγάλες επιτυχίες, που συνδέθηκαν με χρυσές εποχές. Αποκλειστικές συνεντεύξεις με πρόσωπα όπως ο Πύρρος Δήμας, ο Κώστας Κεντέρης ή ο Αντώνης Ρέμος (που όλοι τους τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν βαθιά) έφεραν την υπογραφή του. Ενώ, χωρίς υπερβολή, ιστορικό έχει μείνει το συλλεκτικό τεύχος για τους Ολυμπιακούς αγώνες του Σίδνεϊ, όπου ο Γιάννης παρουσίασε, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του περιοδικού, ολόκληρη την ελληνική αποστολή, σε 100 σελίδες! «Έλα, αδερφέ μου», ήταν η μόνιμη προσφώνησή του στο τηλέφωνο όταν τον καλούσες, τις πιο απίθανες ώρες, για να του ζητήσεις το πιο δύσκολο πράγμα, το οποίο και κατάφερνε πάντοτε. Όμως το κύριο χαρακτηριστικό του Γιάννη, πάνω και από το πάθος του για τη δουλειά, ήταν η απίστευτη δύναμη ψυχής που  επέδειξε απέναντι στα τόσα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπώρησαν. Τόσο η αφοσίωσή του στη δουλειά όσο και το παραδειγματικό του ήθος  θα είναι πάντοτε πρότυπα για όλους εμάς, τους συναδέλφους του.

Γιάννη, καλό ταξίδι. Από όλη την ομάδα του περιοδικού.